κομίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῑδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σώζω]] («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[βραβείο]] ή ως [[λεία]] («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για καρπούς) [[συλλέγω]], [[δρέπω]]<br /><b>7.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] από άλλον<br /><b>8.</b> (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από [[βλήμα]]<br /><b>9.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σε μια [[χώρα]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[τέχνη]], [[επιστήμη]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ο [[πρώτος]] [[εισηγητής]], [[μεταδίδω]]<br /><b>11.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]] ή από τον Άδη<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[αυθεντία]] («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[χορηγώ]], [[προσφέρω]]<br /><b>16.</b> [[διασώζω]] από τη [[λήθη]] («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>17.</b> (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) [[δίνω]] και [[παίρνω]] [[πίσω]] («χθὼν [[πάντα]] κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται», Μέν.)<br /><b>18.</b> <b>μέσ.</b> <i>κομίζομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br />β) πληρώνομαι, [[εισπράττω]] τα οφειλόμενα<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b>. [[ταξιδεύω]] με μεταφορικό [[μέσο]] στην [[ξηρά]] ή στη [[θάλασσα]]<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> «[[κομίζω]] ἐμαυτόν» — [[απέρχομαι]], [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του <i>κομῶ</i> / <i>έω</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]» παρεκτεταμένο σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]] <i>γεμ</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέμω]]). Το ρ. [[κομίζω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]», η οποία εξελίχθηκε στην [[έννοια]] «[[μεταφέρω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομιστής]], [[κομιστικός]], [[κόμιστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομιδή]], [[κομιστήρ]], [[κομιστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κόμισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποκομίζω]], [[διακομίζω]], [[εισκομίζω]], [[εκκομίζω]], [[μετακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[συγκομίζω]], [[συναποκομίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακομίζω]], <i>αντεκομίζω</i>, <i>αντικκομίζω</i>, <i>επεισκομίζω</i>, [[επικομίζω]], [[κατακομίζω]], [[νεκροκομίζω]], [[παρακομίζω]], [[παρεισκομίζω]], [[περικομίζω]], [[προεκκομίζω]], [[προκομίζω]], [[συγκατακομίζω]], [[συμπαρακομίζω]], [[συμπερικομίζω]], [[συνανακομίζω]], [[συνδιακομίζω]], [[συνεισκομίζω]], [[συνεκκομίζω]], [[υπεκκομίζω]], [[υπερκομίζω]]].
|mltxt=(AM [[κομίζω]])<br />[[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[κουβαλώ]] («[[σφέα]] ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιποιούμαι]] κάποιον («[[οὐδέ]] νυ τον γε [παῖδα] γηράσκοντα [[κομίζω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]] («ἀλλ' εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ' αὐτῆς ἐργα κόμιζε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] [[μαζί]] μου κάποιον ή [[κάτι]] για να του παράσχω [[φροντίδα]] («Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σώζω]] («ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[βραβείο]] ή ως [[λεία]] («χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισε δαΐφρων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για καρπούς) [[συλλέγω]], [[δρέπω]]<br /><b>7.</b> [[δέχομαι]] [[κάτι]] από άλλον<br /><b>8.</b> (ενεργ. και μεσ.) πλήττομαι από [[βλήμα]]<br /><b>9.</b> [[εισάγω]] [[κάτι]] σε μια [[χώρα]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με [[τέχνη]], [[επιστήμη]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.λπ.</b>) [[είμαι]] ο [[πρώτος]] [[εισηγητής]], [[μεταδίδω]]<br /><b>11.</b> [[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]] ή από τον Άδη<br /><b>13.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναλαμβάνω]], [[ανακτώ]] («τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αὐτοί... ἐκομίσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ως [[αυθεντία]] («κομίζειν Θεμιστοκλέα», Φιλόδ.)<br /><b>15.</b> [[χορηγώ]], [[προσφέρω]]<br /><b>16.</b> [[διασώζω]] από τη [[λήθη]] («ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>17.</b> (το ενεργ. και μέσ. συναρτημένα στον λόγο) [[δίνω]] και [[παίρνω]] [[πίσω]] («χθὼν [[πάντα]] κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται», Μέν.)<br /><b>18.</b> <b>μέσ.</b> <i>κομίζομαι</i><br />α) [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]]<br />β) πληρώνομαι, [[εισπράττω]] τα οφειλόμενα<br /><b>19.</b> <b>παθ.</b>. [[ταξιδεύω]] με μεταφορικό [[μέσο]] στην [[ξηρά]] ή στη [[θάλασσα]]<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> «[[κομίζω]] ἐμαυτόν» — [[απέρχομαι]], [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρ. του <i>κομῶ</i> / <i>έω</i> «[[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]]» παρεκτεταμένο σε -<i>ίζω</i> ([[πρβλ]] <i>γεμ</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[γέμω]]). Το ρ. [[κομίζω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]]», η οποία εξελίχθηκε στην [[έννοια]] «[[μεταφέρω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κομιστής]], [[κομιστικός]], [[κόμιστρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κομιδή]], [[κομιστήρ]], [[κομιστός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κόμισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αποκομίζω]], [[διακομίζω]], [[εισκομίζω]], [[εκκομίζω]], [[μετακομίζω]], [[προσκομίζω]], [[συγκομίζω]], [[συναποκομίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακομίζω]], <i>αντεκομίζω</i>, <i>αντικκομίζω</i>, <i>επεισκομίζω</i>, [[επικομίζω]], [[κατακομίζω]], [[νεκροκομίζω]], [[παρακομίζω]], [[παρεισκομίζω]], [[περικομίζω]], [[προεκκομίζω]], [[προκομίζω]], [[συγκατακομίζω]], [[συμπαρακομίζω]], [[συμπερικομίζω]], [[συνανακομίζω]], [[συνδιακομίζω]], [[συνεισκομίζω]], [[συνεκκομίζω]], [[υπεκκομίζω]], [[υπερκομίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm