μύδρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μύδρος]])<br /><b>1.</b> πυρακτωμένος όγκος σιδήρου<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται [[κατά]] τις εκρήξεις τών ηφαιστείων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλική [[συμπαγής]] [[σφαίρα]] η οποία χρησιμοποιούνταν ως [[βλήμα]] τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έντονα [[επιθετικός]] [[λόγος]], [[λόγος]] που αποτελείται από συντριπτικά επιχειρήματα [[εναντίον]] κάποιου («η [[αντιπολίτευση]] εξαπέλυσε μύδρους [[κατά]] της κυβέρνησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόνι]] από [[πέτρα]] ή από [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος [[διάπυρος]] όγκος από [[πέτρα]] ή από [[μέταλλο]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] όγκος μετάλλου («μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκληρός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μύδρους αἴρειν χεροῑν» — [[κρατώ]] πυρακτωμένο σίδηρο στα χέρια σε [[πράξη]] θεοδικίας για να αποδείξω την αθωότητά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[μυδάω]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ρος</i>, [[οπότε]] η λ. [[μύδρος]] θα είχε αρχικά τη σημ. «λειωμένη, ρέουσα μεταλλική [[μάζα]]»].
|mltxt=ο (Α [[μύδρος]])<br /><b>1.</b> πυρακτωμένος όγκος σιδήρου<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται [[κατά]] τις εκρήξεις τών ηφαιστείων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλική [[συμπαγής]] [[σφαίρα]] η οποία χρησιμοποιούνταν ως [[βλήμα]] τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έντονα [[επιθετικός]] [[λόγος]], [[λόγος]] που αποτελείται από συντριπτικά επιχειρήματα [[εναντίον]] κάποιου («η [[αντιπολίτευση]] εξαπέλυσε μύδρους [[κατά]] της κυβέρνησης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμόνι]] από [[πέτρα]] ή από [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> πυρακτωμένος [[διάπυρος]] όγκος από [[πέτρα]] ή από [[μέταλλο]]<br /><b>3.</b> [[κάθε]] όγκος μετάλλου («μύδρον σιδήρεον κατεπόντωσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[σκληρός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «μύδρους αἴρειν χεροῖν» — [[κρατώ]] πυρακτωμένο σίδηρο στα χέρια σε [[πράξη]] θεοδικίας για να αποδείξω την αθωότητά μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. του [[μυδάω]], που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ρος</i>, [[οπότε]] η λ. [[μύδρος]] θα είχε αρχικά τη σημ. «λειωμένη, ρέουσα μεταλλική [[μάζα]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm