περιρρήγνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]].
|mltxt=και περιρρηγνύω Α [[ρήγνυμι]] / [[ρηγνύω]]<br /><b>1.</b> [[διασχίζω]], [[διασπώ]], [[αποσχίζω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]] («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ενδύματα) [[ξεσχίζω]] και [[αφαιρώ]] από κάποιον, [[αποσπώ]] («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[απογυμνώνω]]<br /><b>4.</b> [[διαρρηγνύω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>περιρρήγνυμαι</i><br />(για [[κέλυφος]] ή υμένα που [[μέσα]] βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι [[ολόγυρα]] («περιρρήγνυται τὸ [[κέλυφος]] καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για νεκρή [[σάρκα]]) ξηραίνομαι, [[αδυνατίζω]], [[χωνεύω]]<br /><b>7.</b> [[στρέφω]], [[εκτρέπω]] την [[κοίτη]] ποταμού για να διασχίσει κάποιο [[μέρος]] («τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε [[πολλά]] κομμάτια («τοῦ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι [[γύρω]] από έναν [[τόπο]] («βρονταὶ περιερρήγνυντο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προσαράζω]] [[πλοίο]], το [[σπάζω]] ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... [[σκόπελον]] περιρρήξαντες τὸ... [[σκαφίδιον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)<br /><b>12.</b> (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) [[ξεσχίζω]] τα ρούχα μου, [[είμαι]] με σχισμένα ρούχα, [[είμαι]] [[γυμνός]] (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.<br />β. «[γυναῖκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄρος]] περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο [[γύρω]] [[γύρω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm