προνομεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῑκας [[Μαδιάμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]] («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> (για [[μύγα]]) [[βόσκω]], τρέφομαι<br /><b>6.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]].
|mltxt=Α [[προνομή]]<br /><b>1.</b> (για στρατιώτες) [[κάνω]] επιχειρήσεις διαρπαγής σε εχθρική [[χώρα]] για να εξασφαλίσω τον επισιτισμό του στρατού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ληστεύω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> [[παίρνω]] κάποιον αιχμάλωτο («καὶ ἐπρονόμευσαν τὰς γυναῖκας [[Μαδιάμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]] («καὶ τὴν δύναμιν αὐτῶν ἐπρονόμευσαν», ΠΔ)<br /><b>5.</b> (για [[μύγα]]) [[βόσκω]], τρέφομαι<br /><b>6.</b> [[τρώω]] με [[λαιμαργία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm