πλατίστακος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[μύλλος]]. το [[μυλοκόπι]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[σαπέρδης]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «[[πλατίστακος]]<br />τὸ γυναικεῖον αἰδοῑον»<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως [[λογοπαίγνιο]] του Πλάτωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. [[πλάταξ]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ακος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από τη [[χρήση]] της λ. [[πλατίστακος]] με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. [[πλατύς]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[χρήση]] της λ. [[πεδίον]] με την [[ίδια]] σημ.). Ωστόσο, η [[αναγωγή]] της λ. σε έναν τ. <i>πλάτιστος</i>, υπερθ. του [[πλατύς]], δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[μύλλος]]. το [[μυλοκόπι]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[σαπέρδης]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) «[[πλατίστακος]]<br />τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον»<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως [[λογοπαίγνιο]] του Πλάτωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. [[πλάταξ]]. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο [[επίθημα]] -<i>ακος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από τη [[χρήση]] της λ. [[πλατίστακος]] με σημ. «γυναικείο [[αιδοίο]]». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. [[πλατύς]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[χρήση]] της λ. [[πεδίον]] με την [[ίδια]] σημ.). Ωστόσο, η [[αναγωγή]] της λ. σε έναν τ. <i>πλάτιστος</i>, υπερθ. του [[πλατύς]], δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, <i>eine große Art des Fisches [[μύλλος]]</i>, Dorio bei Ath. III.118d; auch = [[σαπέρδης]], VII.308f. – Nach Phot. auch τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]].
|ptext=ὁ, <i>eine große Art des Fisches [[μύλλος]]</i>, Dorio bei Ath. III.118d; auch = [[σαπέρδης]], VII.308f. – Nach Phot. auch τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]].
}}
}}