σκυλακεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[εκτρέφω]] σκυλάκια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] μικρά [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> [[ζευγαρώνω]] σκύλους για την [[αναπαραγωγή]] του είδους<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκυλακεύομαι</i><br />α) θηλάζομαι («τοὺς παῑδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.)<br />β) γυμνάζομαι από μικρή [[ηλικία]].
|mltxt=Α [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br /><b>1.</b> [[εκτρέφω]] σκυλάκια<br /><b>2.</b> [[ανατρέφω]] μικρά [[παιδιά]]<br /><b>3.</b> [[ζευγαρώνω]] σκύλους για την [[αναπαραγωγή]] του είδους<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκυλακεύομαι</i><br />α) θηλάζομαι («τοὺς παῖδας ἐκτεθέντας... ὑπὸ λυκαίνης σκυλακευομένους», Στραβ.)<br />β) γυμνάζομαι από μικρή [[ηλικία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm