3,271,364
edits
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκοριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, [[κολακευτικός]], | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑποκοριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, [[κολακευτικός]], χαῖδευτικός·2. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υποκοριστικό</i><br />(ενν. <i>όνομα</i>) <b>γραμμ.</b> παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «[[πολλά]] υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -<i>άκης</i>» β. «[[ῥοίδιον]] [[μέντοι]] ὡς [[βοίδιον]] τὸ ὑποκοριστικόν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> το μορφηματικό ή λεξιλογικό [[στοιχείο]] που επιτελεί τη [[λειτουργία]] του υποκορισμού [[καθώς]] και η [[ίδια]] η [[λέξη]] που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποκοριστικώς</i> / <i>ὑποκοριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποκοριστικά</i> Ν<br />με υποκορισμό. | ||
}} | }} |