3,273,036
edits
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ὄνομα]], Α αιολ. και δωρ. τ. [[ὄνυμα]] και λακων. τ. [[ἔνυμα]] και ποιητ. τ. [[οὔνομα]])<br><b class="num">1.</b> [[κάθε]] λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, [[καθώς]] και πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (α. «όνομα ουσιαστικό» β. «όνομα επίθετο»)<br><b class="num">2.</b> [[φήμη]], [[δόξα]]<br><b class="num">3.</b> γραμμ. ένα από τα κλιτά μέρη [[του]] λόγου (α. «κύριο όνομα» — όνομα ορισμένου προσώπου, ζώου ή πράγματος<br><b class="num">β.</b> «όνομα προσηγορικό» — όνομα όχι για κάτι μεμονωμένο αλλά για ολόκληρη τάξη πραγμάτων ή ζώων<br><b class="num">γ.</b> «όνομα επίθετο» — λέξη που δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητα ενός ουσιαστικού)<br><b class="num">4.</b> φρ. α) «εν ονόματι» — δυνάμει κάποιου, βάσει κάποιου<br><b class="num">β)</b> «επ' ονόματι» — στο όνομα κάποιου<br><b class="num">νεοελλ.</b> <br><b class="num">1.</b> λέξη δηλωτική συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, βαπτιστικό<br><b class="num">2.</b> επώνυμο<br><b class="num">3.</b> φρ. α) «έχω [ή είναι] το όνομά μου» — γιορτάζω την επέτειο τής ονομαστικής μου γιορτής<br><b class="num">β)</b> «όνομα και πράγμα» — το όνομα κάποιου ανταποκρίνεται πραγματικά στις ιδιότητές [[του]]<br><b class="num">γ)</b> «για όνομα [[του]] Θεού [τού Χριστού ή τής Παναγίας]» — επιφώνηση η οποία εκφράζει έντονη [[προτροπή]] ή [[διαμαρτυρία]]<br><b class="num">δ)</b> «όνομα και μη χωριό» — πρόσωπο γνωστό που δεν θέλει κάποιος να κατονομάσει<br><b class="num">ε)</b> «αφήνω [βγάζω] όνομα» — φημίζομαι για κάτι καλό ή, συνηθέστερα, για κάτι κακό<br><b class="num">στ</b> «ο [[τάδε]], ο δείνα με τ' όνομα» — ο ξακουστός, ο [[περίφημος]] ή ο [[περιβόητος]], ο [[διαβόητος]]<br><b class="num">ζ)</b> «κατ' όνομα» ή «ψιλῴ ονόματι» — στα λόγια, φαινομενικά<br><b class="num">η)</b> «εξ ονόματος κάποιου» — εκ μέρους ή κατ' εντολήν ή για λογαριασμό κάποιου<br><b class="num">θ)</b> «[[γνωρίζω]] κάποιον εξ ονόματος» ή «[[γνωρίζω]] κάποιον κατ' όνομα» — [[γνωρίζω]] μόνον το όνομα κάποιου, δεν τόν [[γνωρίζω]] προσωπικώς<br><b class="num">ι)</b> «κάποιος ονόματι...» — κάποιος που ονομάζεται..., που φέρει το όνομα...<br><b class="num">ια</b> (στον Ερωτόκριτο) «για όνομά μου» — για χάρη μου<br><b class="num">ιβ</b> (στην Ερωφίλη) «απ' όνομά μου» — εκ μέρους μου<br><b class="num">4.</b> παροιμ. α) «άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη» — άλλος φημίζεται και άλλος πραγματικά αξίζει τη [[φήμη]]<br><b class="num">β)</b> «κάλλιο να σού βγει το μάτι παρά τό όνομα» — δεν υπάρχει [[τίποτε]] χειρότερο από τη δυσφήμηση<br><b class="num">μσν.-αρχ.</b> <br>πρόσωπο («ἦν τε [[ὄχλος]] ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν [[εἴκοσι]]», ΚΔ)<br><b class="num">αρχ.</b> <br><b class="num">1.</b> συμβατική ονομασία προσώπου ή πράγματος σε αντιδιαστολή προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα<br><b class="num">2.</b> [[γραμματικός]] όρος που δήλωνε [[κάθε]] λέξη, σε αντιδιαστολή προς το ρήμα<br><b class="num">3.</b> [[πρόσχημα]], πρόφαση<br><b class="num">4.</b> τα λόγια, σε αντιδιαστολή προς τα έργα, τις πράξεις («κρεῑσσον δὲ [[τοὔργον]], εἴπερ ἐκσώσει γέ σε ἤ [[τοὔνομα]]», Ιπποκρ.)<br><b class="num">5.</b> η δύναμη ή η ισχύς την οποία παρέχει κάποιο όνομα ή η επίκληση ενός ονόματος<br><b class="num">6.</b> (σε δοσοληψίες) [[λογαριασμός]]<br><b class="num">7.</b> στον πληθ. τεχνικοί όροι («καὶ ὀνόματα | |mltxt=το (ΑΜ [[ὄνομα]], Α αιολ. και δωρ. τ. [[ὄνυμα]] και λακων. τ. [[ἔνυμα]] και ποιητ. τ. [[οὔνομα]])<br><b class="num">1.</b> [[κάθε]] λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, [[καθώς]] και πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (α. «όνομα ουσιαστικό» β. «όνομα επίθετο»)<br><b class="num">2.</b> [[φήμη]], [[δόξα]]<br><b class="num">3.</b> γραμμ. ένα από τα κλιτά μέρη [[του]] λόγου (α. «κύριο όνομα» — όνομα ορισμένου προσώπου, ζώου ή πράγματος<br><b class="num">β.</b> «όνομα προσηγορικό» — όνομα όχι για κάτι μεμονωμένο αλλά για ολόκληρη τάξη πραγμάτων ή ζώων<br><b class="num">γ.</b> «όνομα επίθετο» — λέξη που δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητα ενός ουσιαστικού)<br><b class="num">4.</b> φρ. α) «εν ονόματι» — δυνάμει κάποιου, βάσει κάποιου<br><b class="num">β)</b> «επ' ονόματι» — στο όνομα κάποιου<br><b class="num">νεοελλ.</b> <br><b class="num">1.</b> λέξη δηλωτική συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, βαπτιστικό<br><b class="num">2.</b> επώνυμο<br><b class="num">3.</b> φρ. α) «έχω [ή είναι] το όνομά μου» — γιορτάζω την επέτειο τής ονομαστικής μου γιορτής<br><b class="num">β)</b> «όνομα και πράγμα» — το όνομα κάποιου ανταποκρίνεται πραγματικά στις ιδιότητές [[του]]<br><b class="num">γ)</b> «για όνομα [[του]] Θεού [τού Χριστού ή τής Παναγίας]» — επιφώνηση η οποία εκφράζει έντονη [[προτροπή]] ή [[διαμαρτυρία]]<br><b class="num">δ)</b> «όνομα και μη χωριό» — πρόσωπο γνωστό που δεν θέλει κάποιος να κατονομάσει<br><b class="num">ε)</b> «αφήνω [βγάζω] όνομα» — φημίζομαι για κάτι καλό ή, συνηθέστερα, για κάτι κακό<br><b class="num">στ</b> «ο [[τάδε]], ο δείνα με τ' όνομα» — ο ξακουστός, ο [[περίφημος]] ή ο [[περιβόητος]], ο [[διαβόητος]]<br><b class="num">ζ)</b> «κατ' όνομα» ή «ψιλῴ ονόματι» — στα λόγια, φαινομενικά<br><b class="num">η)</b> «εξ ονόματος κάποιου» — εκ μέρους ή κατ' εντολήν ή για λογαριασμό κάποιου<br><b class="num">θ)</b> «[[γνωρίζω]] κάποιον εξ ονόματος» ή «[[γνωρίζω]] κάποιον κατ' όνομα» — [[γνωρίζω]] μόνον το όνομα κάποιου, δεν τόν [[γνωρίζω]] προσωπικώς<br><b class="num">ι)</b> «κάποιος ονόματι...» — κάποιος που ονομάζεται..., που φέρει το όνομα...<br><b class="num">ια</b> (στον Ερωτόκριτο) «για όνομά μου» — για χάρη μου<br><b class="num">ιβ</b> (στην Ερωφίλη) «απ' όνομά μου» — εκ μέρους μου<br><b class="num">4.</b> παροιμ. α) «άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη» — άλλος φημίζεται και άλλος πραγματικά αξίζει τη [[φήμη]]<br><b class="num">β)</b> «κάλλιο να σού βγει το μάτι παρά τό όνομα» — δεν υπάρχει [[τίποτε]] χειρότερο από τη δυσφήμηση<br><b class="num">μσν.-αρχ.</b> <br>πρόσωπο («ἦν τε [[ὄχλος]] ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν [[εἴκοσι]]», ΚΔ)<br><b class="num">αρχ.</b> <br><b class="num">1.</b> συμβατική ονομασία προσώπου ή πράγματος σε αντιδιαστολή προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα<br><b class="num">2.</b> [[γραμματικός]] όρος που δήλωνε [[κάθε]] λέξη, σε αντιδιαστολή προς το ρήμα<br><b class="num">3.</b> [[πρόσχημα]], πρόφαση<br><b class="num">4.</b> τα λόγια, σε αντιδιαστολή προς τα έργα, τις πράξεις («κρεῑσσον δὲ [[τοὔργον]], εἴπερ ἐκσώσει γέ σε ἤ [[τοὔνομα]]», Ιπποκρ.)<br><b class="num">5.</b> η δύναμη ή η ισχύς την οποία παρέχει κάποιο όνομα ή η επίκληση ενός ονόματος<br><b class="num">6.</b> (σε δοσοληψίες) [[λογαριασμός]]<br><b class="num">7.</b> στον πληθ. τεχνικοί όροι («καὶ ὀνόματα μαθεῖν τὰ ἐν ναυτικῇ», Ξεν.)<br><b class="num">8.</b> φρ. α) «ἐν ὀνόματι είμι» — είμαι [[πολύ]] [[γνωστός]], είμαι ξακουστός<br><b class="num">β)</b> «[[ὄνομα]] τῆς σωτηρίας» — [[σωτηρία]]<br><b class="num">γ)</b> «[[ὄνομα]] ὁμιλίας» — ομιλία<br><b class="num">δ)</b> «[[ὄνομα]] βλασφημίας» — [[βλασφημία]]<br><b class="num">ε)</b> «[[ὄνομα]] τῆς εὐγενείας» — ευγένεια<br><b class="num">στ</b> «[[ἔχω]] ὀνόματός τίνος» — έχω κάτι για λογαριασμό [[του]] αναγραφόμενου προσώπου<br><b class="num">ζ)</b> «ὀνόματι ἰδιωτικῇς» — στο κεφάλαιο τών ιδιωτικών κτημάτων.<br>[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνο-μα εντάσσεται στη [[μεγάλη]] [[σειρά]] τών ουδ. σε -μα (< *-mn, γεν. -mntos, [[πρβλ]]. θαύμα) με συγγενέστερο τύπο °στην ΙΕ το αρμ. anun. Η λ. συνδέεται και με τα: λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma, αβεστ. nāma, γοτθ. namo, χεττιτ. lāman (με ανομοίωση [[του]] -η- σε -l-), αλβ. emer, emen και αρχ. πρωσ. emmens ([[πρβλ]]. λακων. τ. ἔνυμα στο ανθρωπωνύμιο Ἐνυμακρατίδας). Από τη [[μελέτη]] τών προηγούμενων τ. οδηγούμαστε σε τρεις διαφορετικές μορφές τής ίδιας ρίζας, τής οποίας τόσο η αρχική [[μορφή]] όσο και ο [[τρόπος]] με τον οποίο διαμορφώθηκε στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν: 1) *en(o)mn- ([[πρβλ]]. αλβ. emen, λακων. ἔνυμα)<br><b class="num">2)</b> *(o)nomn- ([[πρβλ]]. [[ὄνομα]], αρμ. anun)<br><b class="num">3)</b> *nōmn- ([[πρβλ]]. λατ. nōmen, αρχ. ινδ. nāma). Ως αρχική [[μορφή]] τής ρίζας έχει προταθεί ο τ. *-sen- με λαρυγγικό φθόγγο και επίθημα σε -m-. Από τη ρίζα αυτή με παρέκταση *-men σχηματίστηκε η [[μορφή]] *ә1on-m-en, που έδωσε αρχ. τύπο *ὄνμα και [[ὄνομα]] / [[ὄνυμα]], με ανάπτυξη φωνήεντος. Τής ίδιας ρίζας [[μορφή]] *әnom-en έδωσε τα λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma κλπ. Σύμφωνα με άλλη πρόταση, ως αρχική ρίζα θα πρέπει να θεωρηθεί η *nōmn- / *nmen, χωρίς λαρυγγικό φθόγγο, οπότε το αρκτ. φωνήεν (ο-) τής Ελληνικής και Αρμενικής αποτελούν προθεματικό φωνήεν, [[πολύ]] συχνό στις γλώσσες αυτές. Περαιτέρω προβλήματα παρουσιάζει και η εναλλαγή τών φωνηέντων -ο- και -υ- στους τ. [[ὄνομα]] τής ιων-αττ. και [[ὄνυμα]] τής αιολ. διαλέκτου ([[πρβλ]]. σύνθ. σε -ώνυμος), αντίστοιχα. Κατά [[μία]] άποψη, ο αιολ. τ. [[ὄνυμα]] πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πιθ. λόγω τής επίδρασης κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου ([[πρβλ]]. [[νύξ]], [[ὄνυξ]]), ενώ κατ' άλλους ο τ. έχει προέλθει από τον τ. [[ὄνομα]] με ανομοιωτική [[τροπή]] [[του]] δεύτερου -ο- σε -υ-. Η λ. [[ὄνομα]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τις μορφές -ώνυμος ([[πρβλ]]. ομ-ώνυμος), -ωνύμιο(ν) ([[πρβλ]]. [[επωνύμιο]] [[επωνύμιον]], [[τοπωνύμιο]]) και [[τοπώνυμο]] ([[πρβλ]]. [[ψευδώνυμο]]) με έκταση «εν συνθέσει».<br>ΠΑΡ. [[ονομάζω]], [[ονοματίζω]], [[ονοματικός]], [[ονοματώδης]]<br><b class="num">αρχ.</b> <br>[[ονομαίνω]], [[ονομάτιον]].<br>ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) [[ονοματοθέτης]], [[ονοματολόγος]]<br><b class="num">αρχ.</b> <br>[[ονομακλήτωρ]], [[ονομάκλυτος]], [[ονοματογραφία]], [[ονοματοθήρας]], [[ονοματομάχος]], [[ονοματοποιός]], [[ονοματουργός]]<br><b class="num">μσν.</b> <br>ονοματογράφος<br><b class="num">νεοελλ.</b> <br>[[ονοματεπώνυμο]], [[ονοματοκρατία]], [[ονοματολάτρες]], [[ονοματολογία]], [[ονοματομανία]], [[ονοματοπαίγνιο]]. (Β' συνθετικό -ώνυμος) [[ανώνυμος]], [[διώνυμος]], [[επώνυμος]], [[ετερώνυμος]], [[ευώνυμος]], [[ιδιώνυμος]], [[ιερώνυμος]], [[κακώνυμος]], [[μεγαλώνυμος]], [[ομώνυμος]], [[παρώνυμος]], [[περιώνυμος]], [[πολυώνυμος]], [[συνώνυμος]], [[ταυτώνυμος]], [[τριώνυμος]], [[φερώνυμος]], [[χριστεπώνυμος]], [[χριστώνυμος]], [[ψευδώνυμος]]<br><b class="num">αρχ.</b> <br>[[αιτιώνυμος]], [[αντιπαρώνυμος]], [[αρτιώνυμος]], [[αυτεπώνυμος]], [[γαλεώνυμος]], [[δεξιώνυμος]], [[δισώνυμος]], [[δυσώνυμος]], [[εναντιώνυμος]], [[ερατώνυμος]], [[θηριώνυμος]], [[ισώνυμος]], [[καλλιώνυμος]], [[καλώνυμος]], [[κυθνώνυμος]], [[κυθώνυμος]], [[μειώνυμος]], [[μετώνυμος]], [[μικρώνυμος]], [[μυριώνυμος]], [[νώνυμος]], [[ορθώνυμος]], [[ουλαμώνυμος]], [[παντώνυμος]], [[πατρώνυμος]], [[πεντώνυμος]], [[περισσώνυμος]], [[πηρώνυμος]], [[προσώνυμος]], [[προώνυμος]], [[πτερώνυμος]], [[σακκώνυμος]], [[σκολοπώνυμος]], [[συνομώνυμος]], [[τετραώνυμος]], [[υπερώνυμος]], [[φυτώνυμος]], [[χαριτώνυμος]], [[χρυσεπώνυμος]]<br><b class="num">νεοελλ.</b> <br>[[αγιώνυμος]], [[ανεπώνυμος]], [[δυσώνυμος]], [[μονώνυμος]], [[ποικιλώνυμος]], [[συνεπώνυμος]]. (Β' συνθετικό -ώνυμο) νεοελλ. [[διώνυμο]], [[επώνυμο]], [[ετερώνυμο]], [[ιδιώνυμο]], [[κυριώνυμο]], [[μητρώνυμο]], [[μονώνυμο]], [[οδώνυμο]], [[ομώνυμο]], [[ονοματεπώνυμο]], [[παρεπώνυμο]], [[παρώνυμο]], [[πατρώνυμο]], [[πολυώνυμο]], [[συνώνυμο]], [[τριώνυμο]], [[ψευδώνυμο]]. (Β' συνθετικό σε [[ψευδωνύμιο]], [[ψευδωνύμιον]]) επωνυμιών)<br><b class="num">αρχ.</b> <br>[[ἀνδρωνύμιον|ανδρωνύμιον]], [[προωνύμιον]]<br><b class="num">νεοελλ.</b> <br>[[οδωνύμιο]], [[παρωνύμιο]], [[προσωνύμιο]], [[τοπωνύμιο]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |