3,273,773
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκερσεκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακούρευτος]], αυτός που διατηρεί [[μακριά]], κυματίζουσα [[κόμη]], ο [[πάντα]] [[νέος]] ([[γιατί]] οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική [[ηλικία]])<br /> | |mltxt=[[ἀκερσεκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακούρευτος]], αυτός που διατηρεί [[μακριά]], κυματίζουσα [[κόμη]], ο [[πάντα]] [[νέος]] ([[γιατί]] οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική [[ηλικία]])<br />«Φοῖβος [[ἀκερσεκόμης]]» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)<br /><b>2.</b> [[νεανίας]], [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' [[επέκταση]] «τον [[πάντα]] νέο». Η λ. σχηματίζεται από <i>ἀ</i>- στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου <i>ἔκερσα</i> του ρήματος [[κείρω]] και από το ουσ. [[κόμη]]. Ο [[παράλληλος]] τ. της λέξεως [[ἀκειρεκόμης]], που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος [[κείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |