ὀλολυγών: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλολυγών]], -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]] από [[χαρά]] ή από [[κλάμα]]<br /><b>2.</b> η ερωτική [[κραυγή]] του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για [[οχεία]] («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, [[ὅταν]] ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζώου που ονομάστηκε [[έτσι]] από τη [[φωνή]] του, πιθ. η μικρή [[κουκουβάγια]] ή η [[τσίχλα]] ή ο [[βάτραχος]] («ἁ δ' ὀλολυγῶν [[τηλόθεν]] ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλολυγών]]<br />ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλολυγ</i>- του [[ὀλολύζω]] ([[πρβλ]]. [[ὀλολυγή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αηδών]], [[αρηγών]])].
|mltxt=[[ὀλολυγών]], -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]] από [[χαρά]] ή από [[κλάμα]]<br /><b>2.</b> η ερωτική [[κραυγή]] του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για [[οχεία]] («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, [[ὅταν]] ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζώου που ονομάστηκε [[έτσι]] από τη [[φωνή]] του, πιθ. η μικρή [[κουκουβάγια]] ή η [[τσίχλα]] ή ο [[βάτραχος]] («ἁ δ' ὀλολυγῶν [[τηλόθεν]] ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλολυγών]]<br />ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλολυγ</i>- του [[ὀλολύζω]] ([[πρβλ]]. [[ὀλολυγή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αηδών]], [[αρηγών]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm