ὠδίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὠδινῶ, -άω, ΝΑ [[ὠδίς]], -<i>ῑνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το μέσ.) <i>ωδινώμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[αγωνιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ωδίνω]].<br />[[ὠδίνω]], ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [[ὠδίς]], -<i>ῑνος</i>]<br /><b>1.</b> (για ετοιμόγεννη) έχω [[ωδίνες]], [[κοιλοπονώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγωνιώ]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράγω]] («[[μέλισσα]] [[κηρίον]] ὠδίνουσα», Χριστόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) α) [[τίκτω]], [[γεννώ]]<br />β) [[υφίσταμαι]] [[ωδίνες]], έχω οξύ πόνο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για το [[πνεύμα]]) [[εγκυμονώ]] σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ [[κενός]], ἀλλ' [[ἐγκύμων]] [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (γενικά) [[πονώ]] πολύ<br />γ) [[επιθυμώ]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τρέμει σαν την ετοιμόγενη [[γυναίκα]] («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ).
|mltxt=ὠδινῶ, -άω, ΝΑ [[ὠδίς]], -<i>ῑνος</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνον το μέσ.) <i>ωδινώμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[αγωνιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ωδίνω]].<br />[[ὠδίνω]], ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [[ὠδίς]], -<i>ῖνος</i>]<br /><b>1.</b> (για ετοιμόγεννη) έχω [[ωδίνες]], [[κοιλοπονώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγωνιώ]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράγω]] («[[μέλισσα]] [[κηρίον]] ὠδίνουσα», Χριστόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) α) [[τίκτω]], [[γεννώ]]<br />β) [[υφίσταμαι]] [[ωδίνες]], έχω οξύ πόνο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για το [[πνεύμα]]) [[εγκυμονώ]] σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ [[κενός]], ἀλλ' [[ἐγκύμων]] [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (γενικά) [[πονώ]] πολύ<br />γ) [[επιθυμώ]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τρέμει σαν την ετοιμόγενη [[γυναίκα]] («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm