τρίβος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ και [[τρίβος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], [[δημόσιος]] [[δρόμος]] («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῦ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δρόμος]] που έχει πατηθεί<br /><b>2.</b> [[τριβή]], [[προστριβή]] («[[τρίβος]] κρηπῑδος», Αρετ.)<br /><b>3.</b> η [[κοιλότητα]] που προέρχεται από [[τριβή]] («τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> η [[εμπειρία]] που αποκτάται από την συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]] («τρίβον [[λαμβάνω]]» — [[συνηθίζω]] σε κάποιον [[τόπο]] ή [[συνηθίζω]] ένα [[πράγμα]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> το [[σημείο]] όπου τρίβεται ο [[επίδεσμος]]<br /><b>6.</b> σωματική [[άσκηση]]<br /><b>7.</b> [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]] («παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι τριβαῖσιν κατέξαινον [[ἄνθος]] Ἀργείων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] ζωής («ἐς πὰσαν ἀκρασίας τρίβον», Προκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]. <i>Ο</i> τ. απαντά και ως αρσ., [[αλλά]] και συνηθέστερα ως θηλ., πιθ. [[κατά]] το [[ὁδός]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ και [[τρίβος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πολυσύχναστος]] [[δρόμος]], [[δημόσιος]] [[δρόμος]] («ἑτοιμάσατε τήν ὁδὸν τοῦ κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δρόμος]] που έχει πατηθεί<br /><b>2.</b> [[τριβή]], [[προστριβή]] («[[τρίβος]] κρηπῖδος», Αρετ.)<br /><b>3.</b> η [[κοιλότητα]] που προέρχεται από [[τριβή]] («τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> η [[εμπειρία]] που αποκτάται από την συνεχή [[ενασχόληση]] με [[κάτι]] («τρίβον [[λαμβάνω]]» — [[συνηθίζω]] σε κάποιον [[τόπο]] ή [[συνηθίζω]] ένα [[πράγμα]], Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> το [[σημείο]] όπου τρίβεται ο [[επίδεσμος]]<br /><b>6.</b> σωματική [[άσκηση]]<br /><b>7.</b> [[χρονοτριβή]], [[βραδύτητα]] («παλιμμήκη χρόνον τιθεῖσαι τριβαῖσιν κατέξαινον [[ἄνθος]] Ἀργείων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] ζωής («ἐς πὰσαν ἀκρασίας τρίβον», Προκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]. <i>Ο</i> τ. απαντά και ως αρσ., [[αλλά]] και συνηθέστερα ως θηλ., πιθ. [[κατά]] το [[ὁδός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm