ὀργιάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[όργια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
|mltxt=(Α [[ὀργιάζω]]) [[όργια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ζω έκλυτο βίο, [[κάνω]] ανήθικες πράξεις<br /><b>2.</b> [[κάνω]] παράνομες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελώ]] θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμώ]] ή [[λατρεύω]] κάποιον με όργια<br /><b>3.</b> [[εισάγω]] κάποιον στη [[γνώση]] τών οργίων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm