βρωμώδης: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρωμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ βρωμῶν, δυσωδίαν ἀποφέρων, Στράβ. 246.
|lstext='''βρωμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ βρωμῶν, δυσωδίαν ἀποφέρων, Στράβ. 246.
}}
{{trml
|trtx====[[foul-smelling]]===
Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: ⁧آغر⁩; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande
}}
}}