3,276,932
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />[[acquisition]], [[conquête]].<br />'''Étymologie:''' [[κατακτάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] [[verwerving]], [[verovering]]. | |elnltext=κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] [[verwerving]], [[verovering]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κατάκτησις]]) [[κατακτῶμαι]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]], η [[κυριότητα]], η [[επιτυχία]] [[μετά]] από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η [[κατάκτηση]] του πλούτου» β. «η [[κατάκτηση]] του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς [[κατάκτησις]]», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> η [[επιβολή]] δύναμης με βίαιο τρόπο, η [[καθυπόταξη]] πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια [[μέσα]] («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς [[ἄρτι]] τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η κατακτημένη [[χώρα]] («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)<br /><b>2.</b> [[επίτευγμα]] («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας [[είναι]] [[σήμερα]] αμέτρητες»)<br /><b>3.</b> η [[προσέλκυση]] του ενδιαφέροντος ενός ατόμου<br /><b>4.</b> ερωτική [[επιτυχία]] («στα [[νιάτα]] του είχε πολλές κατακτήσεις»). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ. | |||
}} | }} |