τρυπάω: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[τρυπῶ]], [[τρυπάω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] οπή σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κεντώ]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[αίσθημα]] πόνου) [[διαπερνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[είμαι]] [[μυτερός]], [[μπορώ]] να τσιμπήσω ή να προκαλέσω [[πληγή]] («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις»)<br />β) (για πράγμ. και [[κυρίως]] για ενδύματα) [[γίνομαι]] [[διάτρητος]], [[γεμίζω]] τρύπες, φθείρομαι (α. «τρύπησε η [[τσάντα]] μου» β. «τρύπησε το [[παντελόνι]] μου»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άντρα) [[διακορεύω]], [[ξεπαρθενεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ζώο) [[οχεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ψήφος]] τετρυπημένη» — [[ψήφος]] η οποία είχε μια οπή στο [[μέσον]] της και ήταν καταδικαστική <b>(Αισχίν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου, ο [[οποίος]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του ρ. <i>τρῡω</i> (ΙΕ [[ρίζα]] <i>teru</i>- / <i>tru</i>-, παρεκτεταμένη, με <i>u</i>, [[μορφή]] της ρίζας <i>ter</i>- «[[τρίβω]], [[τρυπώ]]») και εμφανίζει χειλικό ἐνθημα -<i>ρ</i>- και μακρό -<i>ῡ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[τρύω]]), το οποίο θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αναμενόμενο για μια τέτοια [[λέξη]]. Με ανάλογο τρόπο έχουν σχηματιστεί και οι τ.: λιθουαν. <i>trupu</i> «[[θρυμματίζω]]», <i>trupus</i> «εύθραστος», ρωσ. <i>trup</i> «[[πτώμα]]», αρχ. ινδ. <i>tr</i><i>ū</i><i>p</i> «[[κορμός]], [[σκελετός]]», οι οποίοι διαφέρουν από τη λ. [[τρῦπα]] τόσο σημασιολογικώς (για τις σημ. αυτές <b>βλ.</b> και λ. [[τρύω]]) όσο και μορφολογικώς, [[αφού]] εμφανίζουν [[εναλλαγή]] <i>troup</i>- / <i>trup</i>- στη [[ρίζα]], σε [[αντίθεση]] [[προς]] το μακρό -<i>ῡ</i>- του ελλ. τύπου].
}}
}}
{{ls
{{ls