κηκίδα: Difference between revisions

m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κηκίς]], -[[ίδος]])<br />ο όγκος που δημιουργείται λόγω παθολογικού πολλαπλασιασμού τών ιστών σε διάφορα [[σημεία]] της βαλανιδιάς και άλλων [[φυτών]] από παράσιτα ζωύφια ή φυτά και του οποίου τα συστατικά χρησιμοποιούνται στη [[βυρσοδεψία]], τη βαφική και την ιατρική<br /><b>αρχ.</b><br />το κόκκινο [[χρώμα]] που προέρχεται από τα εξογκώματα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λιπαρό [[υγρό]] που βγαίνει στην [[επιφάνεια]] διαφόρων σωμάτων, π.χ. ξύλων, [[ιδίως]] όταν καίγονται («φθίνοντας ἐν κηκῖδι πισσήρει [[φλογός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) η [[κηλίδα]] («φόνον δὲ [[κηκίς]] ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[λίπος]], τα λιπαρά υγρά που εκρέουν από το [[σώμα]] του καιόμενου θύματος [[κατά]] τη [[θυσία]] («ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα [[κηκὶς]] μηρίων ἐτήκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[χυλός]] της πορφύρας που χρησιμοποιείται για [[βαφή]]<br /><b>5.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που χρησιμοποιείται ως [[μελάνι]] [[γραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[πηδώ]] [[στριφογυρίζω]], [[αναβλύζω]]» ([[πρβλ]]. και λιθουαν. <i>šόkti</i> «[[αναπηδώ]]», <i>šankus</i> «γρήγορος, [[ευκίνητος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>hengist</i>, αγγλοσαξ. <i>hengest</i> «[[άλογο]]», θρακο-φρυγικό <i>σίκιν</i>(<i>ν</i>)<i>ις</i> «όρχηση τών Σατύρων στο σατυρικό [[δράμα]]». Η λ. [[κηκίω]] [[είναι]] πιθ. μετονοματικός τ. του [[κηκίς]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κηκίς]] σχηματίζεται υποχωρητικά από το ρ. [[κηκίω]].
|mltxt=η (ΑΜ [[κηκίς]], -ίδος)<br />ο όγκος που δημιουργείται λόγω παθολογικού πολλαπλασιασμού τών ιστών σε διάφορα [[σημεία]] της βαλανιδιάς και άλλων [[φυτών]] από παράσιτα ζωύφια ή φυτά και του οποίου τα συστατικά χρησιμοποιούνται στη [[βυρσοδεψία]], τη βαφική και την ιατρική<br /><b>αρχ.</b><br />το κόκκινο [[χρώμα]] που προέρχεται από τα εξογκώματα τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λιπαρό [[υγρό]] που βγαίνει στην [[επιφάνεια]] διαφόρων σωμάτων, π.χ. ξύλων, [[ιδίως]] όταν καίγονται («φθίνοντας ἐν κηκῖδι πισσήρει [[φλογός]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) η [[κηλίδα]] («φόνον δὲ [[κηκίς]] ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[λίπος]], τα λιπαρά υγρά που εκρέουν από το [[σώμα]] του καιόμενου θύματος [[κατά]] τη [[θυσία]] («ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα [[κηκὶς]] μηρίων ἐτήκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[χυλός]] της πορφύρας που χρησιμοποιείται για [[βαφή]]<br /><b>5.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] που χρησιμοποιείται ως [[μελάνι]] [[γραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ā</i><i>k</i>- «[[πηδώ]] [[στριφογυρίζω]], [[αναβλύζω]]» ([[πρβλ]]. και λιθουαν. <i>šόkti</i> «[[αναπηδώ]]», <i>šankus</i> «γρήγορος, [[ευκίνητος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>hengist</i>, αγγλοσαξ. <i>hengest</i> «[[άλογο]]», θρακο-φρυγικό <i>σίκιν</i>(<i>ν</i>)<i>ις</i> «όρχηση τών Σατύρων στο σατυρικό [[δράμα]]». Η λ. [[κηκίω]] [[είναι]] πιθ. μετονοματικός τ. του [[κηκίς]], ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κηκίς]] σχηματίζεται υποχωρητικά από το ρ. [[κηκίω]].
}}
}}