τοξικός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toksikos
|Transliteration C=toksikos
|Beta Code=tociko/s
|Beta Code=tociko/s
|Definition=τοξική, τοξικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[bow]], <b class="b3">τ. θῶμιγξ, ἄτρακτος</b>, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''460, ''Fr.''139; <b class="b3">τ. στολή</b> an [[archer's]] equipment, Pl.''Lg.''833b; <b class="b3">τ. κάλαμος</b> a kind of Cretan reed used for arrows, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.11.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ τοξική</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[archery]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 197a, ''La.''193b, al., ''SIG''1060.5 (Tralles, iv/iii B.C.).<br><span class="bld">3</span> [[τὸ τοξικόν]] = [[shot-hole]], [[loophole]], [[LXX]] ''Jd.''5.28, Sm.''Ez.''40.16: so τοξική (''[[sc.]]'' [[θυρίς]]) Ph.''Bel.''81.25.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[skilled in the use of the bow]], ([[Πάνδαρος]]) Plu.2.405b; τοξικώτατοι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.4.<br><span class="bld">III</span> [[τὸ τοξικόν]], collectively, the [[bowmen]], for [[οἱ τοξόται]], Ar.''Lys.''462, D.C.36.47; πηλίκα τοξικὰ ἔχουσι; ''Mim.Oxy.''413.198.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τ. φάρμακον</b> poison [[for smearing arrows with]], Arist.''Mir.''837a13, ''BGU''21 ii 14 (iv A. D.), Orib.''Fr.''126: τὸ τ. Str.3.4.18, Dsc.1.106, Ael.''NA''9.15: pl., Dsc.2.79.<br><span class="bld">b</span> = [[venenum]], ''Glossaria''.
|Definition=τοξική, τοξικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the bow]] or [[for the bow]], τοξικὴ [[θῶμιγξ]], τοξικὴ [[ἄτρακτος]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''460, ''Fr.''139; τοξικὴ [[στολή]] an [[archer]]'s [[equipment]], Pl.''Lg.''833b; τ. [[κάλαμος]] a kind of [[Cretan]] [[reed]] used for [[arrow]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.11.<br><span class="bld">2</span> ἡ [[τοξική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[archery]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 197a, ''La.''193b, al., ''SIG''1060.5 (Tralles, iv/iii B.C.).<br><span class="bld">3</span> [[τὸ τοξικόν]] = [[shot-hole]], [[loophole]], [[LXX]] ''Jd.''5.28, Sm.''Ez.''40.16: so [[τοξική]] (''[[sc.]]'' [[θυρίς]]) Ph.''Bel.''81.25.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[skilled in the use of the bow]], ([[Πάνδαρος]]) Plu.2.405b; τοξικώτατοι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.4.<br><span class="bld">III</span> [[τὸ τοξικόν]], collectively, the [[bowmen]], for [[οἱ τοξόται]], Ar.''Lys.''462, D.C.36.47; πηλίκα τοξικὰ ἔχουσι; ''Mim.Oxy.''413.198.<br><span class="bld">2</span> [[τοξικὸν φάρμακον]] = [[poison]] [[for smearing arrows with]], Arist.''Mir.''837a13, ''BGU''21 ii 14 (iv A. D.), Orib.''Fr.''126: τὸ [[τοξικόν]] Str.3.4.18, Dsc.1.106, Ael.''NA''9.15: pl., Dsc.2.79.<br><span class="bld">b</span> = [[venenum]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τοξικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[являющийся принадлежностью лука]]: τοξικὴ [[θῶμιγξ]] Aesch. тетива;<br /><b class="num">2</b> [[являющийся принадлежностью лучника]] ([[τοξότης]] πᾶσαν ἔχων τοξικὴν στολήν Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[метко стреляющий из лука]] Xen., Plut.;<br /><b class="num">4</b> служащий для смазывания стрел, т. е. ядовитый ([[φάρμακον]] Arst.).
|elrutext='''τοξικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[являющийся принадлежностью лука]]: τοξικὴ [[θῶμιγξ]] Aesch. тетива;<br /><b class="num">2</b> [[являющийся принадлежностью лучника]] ([[τοξότης]] πᾶσαν ἔχων τοξικὴν στολήν Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[метко стреляющий из лука]] Xen., Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[служащий для смазывания стрел]], т. е. [[ядовитый]] ([[φάρμακον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[κάθε]] ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει [[βλάβη]] ενός ζωντανού οργανισμού, [[αλλά]] και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη [[δράση]] μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα φυτοφάρμακα [[είναι]] τοξικά» β. «τοξικό [[ερύθημα]]» γ. «τοξικό [[φαινόμενο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δηλητήρια, [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοξικά φάρμακα»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[ονομασία]] δηλητηριωδών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική σε ελάχιστες δόσεις, όπως [[είναι]] η [[μορφίνη]], η [[στρυχνίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τόξο]] («τοξικὴ [[ἄτρακτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ικανός]] [[τοξότης]] («Πάνδαρος [[τοξικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ τοξική</i><br />α) η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], [[τοξοσύνη]]<br />β) [[πολεμίστρα]] για την [[εκτόξευση]] βελών<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τοξικόν</i><br />α) [[πολεμίστρα]], τοξική<br />β) <b>(περιλπτ.)</b> οι τοξότες<br />γ) το τοξικόν [[φάρμακον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τοξικός]] [[κάλαμος]]» — [[είδος]] καλάμου τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως [[βέλος]] στην [[Κρήτη]] <b>(Θεόφρ.)</b><br />β) «τοξικὴ [[στολή]]» — ο [[οπλισμός]] τοξότη (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «τοξικὸν [[φάρμακον]]» — [[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]]. Ο τ. <i>τοξικόν</i> με περιλπτ. σημ. «οι τοξότες», [[αντί]] ενός αμάρτυρου τ. <i>τοξοτικόν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τοξότης]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε ήδη στην Αρχαία στη φρ. <i>τοξικὸν [[φάρμακον]] με σημ. «[[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών», απ' όπου απέκτησε τη νεοελλ. σημ. «[[δηλητηριώδης]]». Με τη σημ. αυτή δανείστηκαν το επίθ. οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>toxic</i>, γαλλ. <i>toxique</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[τοξικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[χαρακτηρισμός]] [[κάθε]] ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει [[βλάβη]] ενός ζωντανού οργανισμού, [[αλλά]] και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη [[δράση]] μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα φυτοφάρμακα [[είναι]] τοξικά» β. «τοξικό [[ερύθημα]]» γ. «τοξικό [[φαινόμενο]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δηλητήρια, [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τοξικά φάρμακα»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[ονομασία]] δηλητηριωδών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική σε ελάχιστες δόσεις, όπως [[είναι]] η [[μορφίνη]], η [[στρυχνίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τόξο]] («τοξικὴ [[ἄτρακτος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ικανός]] [[τοξότης]] («Πάνδαρος [[τοξικός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ τοξική<br />α) η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], [[τοξοσύνη]]<br />β) [[πολεμίστρα]] για την [[εκτόξευση]] βελών<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ τοξικόν<br />α) [[πολεμίστρα]], τοξική<br />β) <b>(περιλπτ.)</b> οι τοξότες<br />γ) το τοξικόν [[φάρμακον]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τοξικός]] [[κάλαμος]]» — [[είδος]] καλάμου τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως [[βέλος]] στην [[Κρήτη]] <b>(Θεόφρ.)</b><br />β) «τοξικὴ [[στολή]]» — ο [[οπλισμός]] τοξότη (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «τοξικὸν [[φάρμακον]]» — [[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]]. Ο τ. τοξικόν με περιλπτ. σημ. «οι τοξότες», [[αντί]] ενός αμάρτυρου τ. τοξοτικόν (<span style="color: red;"><</span> [[τοξότης]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε ήδη στην Αρχαία στη φρ. τοξικὸν [[φάρμακον]] με σημ. «[[δηλητήριο]] με το οποίο άλειφαν τα [[άκρα]] τών βελών», απ' όπου απέκτησε τη νεοελλ. σημ. «[[δηλητηριώδης]]». Με τη σημ. αυτή δανείστηκαν το επίθ. οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. [[toxic]], γαλλ. [[toxique]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm