3,274,216
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ergastiriakos | |Transliteration C=ergastiriakos | ||
|Beta Code=e)rgasthriako/s | |Beta Code=e)rgasthriako/s | ||
|Definition=ἐργαστηριακή, ἐργαστηριακόν, [[practising a handicraft]], ἄνθρωποι Plb.38.12.5: <b class="b3">-κοί, οἱ,</b> [[work-people]], D.S.31.25. | |Definition=ἐργαστηριακή, ἐργαστηριακόν, [[practising a handicraft]], ἄνθρωποι Plb.38.12.5: <b class="b3">-κοί, οἱ,</b> [[work-people]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]31.25. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργαστηριακός]], -ή, -όν) [[εργαστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[εργαστήριο]] («εργαστηριακή [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]] («[[πλῆθος]] ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργαστηριακόν</i><br />[[φόρος]] που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐργαστηριακός]], -ή, -όν) [[εργαστήριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σε [[εργαστήριο]] («εργαστηριακή [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει χειρωνακτική [[εργασία]] («[[πλῆθος]] ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργαστηριακόν</i><br />[[φόρος]] που πλήρωναν οι κάπηλοι ή οι δημιουργοί. | ||
}} | }} |