πτερόν: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 36: Line 36:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
|lstext='''πτερόν''': τό, ([[πέτομαι]], [[πτέσθαι]]) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πτερά, Ὀδ. Ο. 527, Ἡρόδ. 2. 73, κ. ἀλλ., καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[πτερόν]], Εὐρ. Ρῆσ. 618, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 584, 1105· πτεροῦ σῦριγξ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]], ὁ κάλαμος τοῦ πτεροῦ (πρβλ. [[καυλός]]), Ἱππ. 886G· τὰ ὦτα πτερῷ κνῆσθαι Λουκ. π. Ὀρχ. 2· ― ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύειν Πλάτ. Τίμ. 91D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 106· ἡ τῶν πτερῶν ἀποβολὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 246D· ― παροιμ., πόνου δ’ ἴδοις ἂν [[οὐδαμοῦ]] ταὐτὸν [[πτερόν]], τῆς δυστυχίας τὰ πτερὰ [[εἶναι]] ποικίλα, δηλ. ἡ [[δυστυχία]] [[εἶναι]] πολλῶν εἰδῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 328 (πρβλ. [[ὁμόπτερος]])· τοῖς αὑτῶν πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]], τοξεύομαι μὲ [[βέλος]] ἔχον ἐκ τῶν ἰδίων μου πτερῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 808, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 139. viii· ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι, [[κομπάζω]] διὰ ξένα πτερά, (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας «μὲ ξένα πτερὰ πετῶ...») Λουκ. Ἀπολογ. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 4. 2) = [[πτέρυξ]], πτηνοῦ [[πτέρυξ]] («φτεροῦγα») ἢ συνήθως ἐν τῷ πλθ., = πτέρυγες, Ἰλ. Λ. 454, Ὀδ. Β. 151, κτλ.· (ἐν τῷ ἑνικῷ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305)· αἰθέρα πτεροῖς ψαίρειν Αἰσχύλ. Προμ. 394 (πρβλ. [[ἐξακρίζω]])· Παλλάδος ὑπὸ πτεροῖς ὄντας, κατὰ μεταφορὰν ἐκ τῶν νεοσσῶν τῶν κρυπτομένων ὑπὸ τὰς πτέρυγας τῆς ἀλεκτορίδος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1001· οὕτω, τὰ τέκν’ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 10, κτλ.· ― ὡς [[σύμβολον]] ταχύτητος, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· [[πόδα]] τιθεὶς ἴσον πτεροῖς Εὐρ. Ι. Τ. 32· πηδᾷ τἀδικήματ’ ἐς θεοὺς πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 508· [[ὡσαύτως]], τῷ δ’ [[εὖτε]] πτερὰ γίγνετο, «τῷ δὲ Ἀχιλλεῖ κοῦφα καὶ ἁρμόδια τὰ ὅπλα ἐγίγνοντο [[ὡσεὶ]] πτερὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 386. 3) αἱ πτέρυγες νυκτερίδος (ἴδε [[πτίλον]] ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 76· ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[τετράπτερος]], [[πολύπτερος]]. ΙΙ. πᾶν τὸ φέρον πτέρυγας, [[οἷον]] ἡ [[Σφίγξ]], Εὐρ. Φοίν. 806· ὁ [[κάνθαρος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 76. 2) ὡς τὸ [[οἰωνός]], Λατ. avis, πτηνὸν παρέχον προφητικὸν [[σημεῖον]], πιστὸν ἐξ ὑμῶν πτ. Σοφ. Ο. Κ. 96· πολλὰ πτερὰ δέξατο [[νικᾶν]] Πινδ. Π. 9. 220· ― [[ὡσαύτως]], νωμᾷ δ’ ἐν οἰωνοῖσι τοὐκείνης [Ἀφροδίτης] πτερὸν ἐν θηρσίν, ἐν βροτοῖσιν, ἐν θεοῖς, ἡ [[δύναμις]] αὐτῆς, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι [[εἶναι]] ὅμοιον πρὸς πτέρυγας ἢ πτερά· [[οἷον]] 1) πτερὰ τοῦ πλοίου, δηλ. αἱ κῶπαι (πρβλ. [[πτερόω]]), ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται Ὀδ. Λ. 125., Ψ. 272· οὕτω, νηὸς πτερὰ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626 ([[ἔνθα]] ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς ἐπὶ τῶν ἱστίων λεγομένην, πρβλ. [[πτίλον]] ΙΙΙ. 2)· ὅπη νεὼς στείλαιμ’ ἂν [[οὔριον]] πτ. Εὐρ. Ἑλ. 147· [[σκάφος]] ἀΐσσον πτεροῖσι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1086· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνῶν, πτεροῖς ἐρέσσειν Εὐρ. Ι Τ. 298· οὕτω, πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 52· πτερῶν εἰρεσίᾳ, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Λουκ. Τίμ. 40· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν τροχῶν, Müller εἰς Λυκόφρ. 1072. 2) ἀέθλων πτερά, δηλ. τὸ [[βραβεῖον]], ὁ [[στέφανος]] τῆς νίκης ὁ ὑψῶν τὸν ποιητὴν μέχρις οὐρανοῦ, Πινδ. Ο. 14· ἐν τέλ., πρβλ. Π. 9· ἐν τέλ. 3) τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀποσπ. 24, ἐν τῷ ἑνικῷ. 4) ῥιπίδιον ἢ [[θολία]], σκιάδιον, «παρασόλι», Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπάσμ. 2. σ. 786. 5) πτ. ἱέρακος, πτερὸν ἱέρακος ὃ ἐφόρει ὁ ἱερογραμματεὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 87, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 757· ἴδε [[πτεροφόρης]]. 6) [[βέλος]] ἐπτερωμένον, Εὐρ. Ἑλ. 76, πρβλ. [[πτερόεις]], [[πτέρωμα]] Ι. 7) τοῦ πώγωνος τὰ πτερά, τὰ [[ἄκρα]] τοῦ πώγωνος, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 33. 8) τὸ [[ἄκρον]] τοῦ ἀρότρου, ὁλκαίῳ πτερῷ, τῷ ἄκρῳ τοῦ ἀρότρου, διὰ τοῦ ὑνίου, Λυκόφρ. 1072. 9) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ περὶ οἰκοδόμημά τι [[κυρίως]] ναοῦ ἐξωτερικὴ σειρὰ κιόνων, ἴδε ἄπτερος, [[δίπτερος]], [[περίπτερος]], [[πτέρωμα]]· ― ἐν Αἰγύπτῳ [[ἔνθα]] δὲν ὑπῆρχον πλευρικοὶ κίονες, καλοῦνται [[οὕτως]] οἱ πλευρικοὶ τοῖχοι, Στράβ. 805, Πλούτ. 2. 359Α. β) [[εἶδος]] γείσου ἢ ἐπάλξεως, Λατ. pinna, ἴδε Δουκάγγ. γ) σιδηρόφρακτος ἢ σιδηροπαγὴς [[γέφυρα]] κινητὴ εὑρισκομένη πρὸ τῆς πύλης πόλεως, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114· πρβλ. [[καθέτης]]. 10) πτερὰ Θετταλικά, ἐκαλοῦντο τὰ εὐκίνητα κράσπεδα τῆς χλαμύδος (ἴδε [[πτέρυξ]] ΙΙ. 4), Πολυδ. Ζ΄, 46· ὁ Ἡσύχ. ἔχει πτέρυγες... [[μέρος]] χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 448. 40, ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. ἐν λέξ. [[χλαμύς]]. ― Πρβλ. [[πτέρυξ]], [[πτερύγιον]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[πτερόν]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθένας]] από τους κερατινοποιημένους επιδερμικούς σχηματισμούς-στελέχη με τριχοειδείς αποφύσεις, που καλύπτουν το [[σώμα]] τών πουλιών και [[είναι]] εξειδικευμένοι για θερμική [[μόνωση]], [[πτήση]], αισθητήρια [[υποδοχή]], [[επίδειξη]] κ.ά. λειτουργίες (α. «[[παγώνι]] με χρυσά φτερά και μ' ασημένια πόδια», [[μοιρολόγι]]<br />β. «ἀντὶ τριχῶν πτερά φύειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πτέρυγα]], [[φτερούγα]] (α. «τα φτερά της νυχτερίδας» β. «τα φτερά του αεροπλάνου» γ. «τα φτερά τών εντόμων» δ. «τῆς νυκτερίδος πτεροῖσι...», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το πλατύ [[μέρος]] του κουπιού («ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εξάρτημα]] προσαρμοσμένο στο υνί του αρότρου για την [[αναστροφή]] του χώματος, αναστρεπτήρας (α. «[[φτερό]] του αλετριού» β. «ὁλκαίῳ πτερῷ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξωτερική [[κιονοστοιχία]] [[κατά]] [[μήκος]] τών [[μακρών]] πλευρών αρχαίου ναού<br /><b>2.</b> [[πτερύγιο]] υδραυλικού τροχού ή άλλης συσκευής (α. «φτερά νερόμυλου» β. «φτερά ανεμόμυλου» γ. «φτερά τουρμπίνας»)<br /><b>3.</b> καθένα από τα ημικυλινδρικά ελάσματα που επιστεγάζουν τα άνω ημίσεα τών τροχών αυτοκινήτου, μοτοσυκλέτας, ποδηλάτου ή άλλου οχήματος<br /><b>4.</b> [[καθένας]] από τους πεπλατυσμένους βραχίονες έλικα<br /><b>5.</b> [[ξεσκονιστήρι]] από φτερά<br /><b>6.</b> [[βεντάλια]] από φτερά<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] που συντελεί σε γοργή [[κίνηση]] ή σε πνευματική και [[ηθική]] [[εξύψωση]] (α. «τα φτερά της φαντασίας» β. «τα φτερά της ποίησης»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «στο [[φτερό]]»<br />i) [[κατά]] την [[πτήση]], στον αέρα<br />ii) [[γρήγορα]], στα πεταχτά<br />β) «[[κάνω]] φτερά»<br /><b>μτφ.</b> εξαφανίζομαι<br />γ) «του κόπηκαν τα φτερά» — έχασε το [[θάρρος]] του ή τους υποστηρικτές του<br />δ) «[[μαζεύω]] τα φτερά μου» — [[χάνω]] την [[ορμητικότητα]] ή την [[έπαρση]] μου<br />ε) «το 'καναν [[φύλλο]] [και] [[φτερό]]» — το κατέστρεψαν εντελώς, το διέλυσαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που έχει φτερά<br /><b>2.</b> [[οιωνός]], [[πτηνό]] που παρέχει προφητικό [[σημείο]] («πιστὸν ἐξ ὑμῶν [[πτερόν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[φύλλωμα]] τών δένδρων<br /><b>4.</b> [[σκιάδιο]], [[παρασόλι]]<br /><b>5.</b> φτερωτό [[βέλος]] («τῷδ' ἄν εὐστόχῳ πτερῷ ἀπόλαυσιν εἰκοῦς ἔθανες ἄν Διὸς κόρης», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> πλευρική [[πτέρυγα]] αιγυπτιακού οικοδομήματος, [[ιδίως]] ναού («τοῦ δὲ προνάου παρ' ἑκάτερον πρόκειται τὰ λεγόμενα πτερά», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>7.</b> [[είδος]] γείσου ή έπαλξης<br /><b>8.</b> σιδερόφρακτη ή [[σιδηροπαγής]] κινητή [[γέφυρα]], που βρισκόταν [[μπροστά]] από την [[πύλη]] πόλεως<br /><b>9.</b> [[κάνθαρος]], [[σκαραβαίος]] («ὦ Πηγάσειον, φησί, γενναῖον [[πτερόν]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «πτεροῦ [[σῦριγξ]]» — το κεράτινο [[στέλεχος]] φτερού <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) «πτερὸν ἱέρακος» — [[γραφίδα]] κατασκευασμένη από [[φτερό]] γερακιού, την οποία έφεραν οι ιερογραμματείς στην Αίγυπτο (<b>Διόδ.</b>)<br />γ) «ἀέθλων πτερά»<br /><b>μτφ.</b> το [[βραβείο]], το [[στεφάνι]] της νίκης, το οποίο υψώνει τον ποιητή [[μέχρι]] τον ουρανό (<b>Πίνδ.</b>)<br />δ) «τοῦ πώγωνος τὰ πτερά» — τα [[άκρα]] του παγωνιού<br />ε) «πτερὰ Θεσσαλικά» — η [[κάτω]] [[παρυφή]] χλαμύδας (<b>Πολυδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «πόνου δ' ἴδοις ἄν οὐδαμοῦ ταὐτὸν [[πτερόν]]» — δηλώνει ότι υπάρχουν πολλές μορφές δυστυχίας (Αισχύλ)<br />β) «κείρευ πτερά» — λεγόταν παραινετικά σε κάποιον για να πάψει να νομίζει ότι [[κάτι]] [[είναι]] κατορθωτό (<b>Καλλ.</b>)<br />γ) «ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλομαι» — [[περηφανεύομαι]], [[κομπάζω]] για [[ξένα]] πράγματα (<b>Λουκιαν.</b>)<br />δ) «τοῖς [[ἐμαυτοῦ]] πτεροῖς [[ἁλίσκομαι]]» — συλλαμβάνομαι τοξευόμενος με βέλη που έχουν δικά μου φτερά (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φτερό]] / [[πτερόν]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pet</i>- / <i>pet</i><i>ā</i> «[[πετώ]], [[πέφτω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πέτομαι]]) και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της μονοσύλλαβης μορφής της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>ρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βλέφ</i>-<i>α</i>-<i>ρον</i>, <i>πενθ</i>-<i>ε</i>-<i>ρός</i>). Η λ. [[πτερόν]] συνδέεται με τα: αρμ. <i>ťer</i> «[[πλευρά]]», <i>ťir</i> «[[πτήση]]» (από την [[ίδια]] μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας), αρχ. ινδ. <i>patra</i>- «[[φτερό]], [[πούπουλο]]», λατ. (<i>acci</i>)-<i>piter</i> «[[γεράκι]]», αρχ. άνω γερμ. <i>fedara</i> «[[πούπουλο]], [[φτερό]]», γερμ. <i>Feder</i> «[[πούπουλο]]», αγγλ. <i>feather</i> «[[φτερό]]» (από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας), [[καθώς]] και με τ. που εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>n</i>-, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>penna</i> «[[φτερό]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>pet</i>-<i>na</i>), αρχ. ινδ. <i>patan</i>-<i>g</i>-<i>a</i> «πετώντας» (γνωστή [[είναι]] η [[εναλλαγή]] r / <i>n</i> στο [[επίθημα]], <b>πρβλ.</b> [[ὕπνος]] / <i>ὗπαρ</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φτερό]] έχει προέλθει με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>π</i>- στο διαρκές -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]], [[πταίω]]: [[φταίω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πτερίδιος]], [[πτέρινος]], [[πτέρις]], [[πτερόεις]], [[πτέρυγα]] / (-<i>υξ</i>), [[πτερώ]] / (-<i>ώνω</i>) / [[φτερώνω]], [[πτέρωμα]] / [[φτέρωμα]], [[πτερωτός]] / [[φτερωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πτέριον]], [[πτερίσκος]], [[πτερότης]], [[πτέρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φτεράω]], [[φτεριάζω]], [[φτερίζω]], [[φτερούγα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πτεροειδής]], [[πτεροποίκιλος]], [[πτερόπους]], [[πτερορρυώ]], [[πτεροφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πτεροβάμων]], [[πτεροδόνητος]], [[πτεροδρομία]], [[πτεροείμων]], [[πτεροφυής]], [[πτερόφυτος]], [[πτερώνυμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πτεροβόλος]], [[πτεροποιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πτερόϊππος]], [[πτερόπλοκος]], [[πτεροφύτευτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πτερόρροια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πτερανόδους]], [[πτερασπίς]], [[πτεροβράγχια]], [[πτεροδάκτυλος]], [[πτερόκαρπος]], [[πτεροκαρύα]], <i>πτερόλεπις</i>, [[πτερόμυς]], [[πτερόποδα]], [[πτεροπώλης]], [[πτεροσχιδής]], [[πτερότιλση]], [[φτεροδέρνομαι]], [[φτεροθορυβώ]], [[φτεροκοπώ]], [[φτερολογιέμαι]], [[φτερομαδώ]], [[φτεροπετώ]], [[φτεροπηδώ]], [[φτεροπόδαρος]], [[φτεροσπαθάτος]], <i>φτεροφόρος</i>, [[φτεροχτυπώ]]<br />(Β' συνθετικό) [[άπτερος]] / -<i>φτερος</i>, [[βραχύπτερος]], [[δίπτερος]], [[λευκόπτερος]], [[μακρόπτερος]], [[μελανόπτερος]], [[μονόπτερος]], [[ολόπτερος]], [[περίπτερος]], [[πυκνόπτερος]], [[ταχύπτερος]], [[τετράπτερος]], [[χρυσόπτερος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αρβυλόπτερος</i>, <i>αυτόπτερος</i>, [[βαθύπτερος]], [[δερματόπτερος]], [[δερμόπτερος]], [[ερασίπτερος]], [[εύπτερος]], [[ισόπτερος]], [[κακόπτερος]], [[κατάπτερος]], [[κολεόπτερος]], [[κουφόπτερος]], [[κυανόπτερος]], [[κυκνόπτερος]], [[λαχανόπτερος]], [[λινόπτερος]], [[μαρμαρόπτερος]], [[μελεσίπτερος]], [[ξενοποικιλόπτερος]], [[ξουθόπτερος]], [[ολιγόπτερος]], [[ομοιόπτερος]], [[ομόπτερος]], [[οξύπτερος]], [[ορθόπτερος]], [[περκνόπτερος]], [[ποικιλόπτερος]], [[πολύπτερος]], [[σαρκόπτερος]], [[σιδηρόπτερος]], [[σχιζόπτερος]], [[τανύπτερος]], [[τανυσίπτερος]], [[τρίπτερος]], [[υμενόπτερος]], [[υπόπτερος]], [[φερέπτερος]], [[φοινικόπτερος]], [[χαλκόπτερος]], [[ψευδοδίπτερος]], [[ψευδοπερίπτερος]], [[ωκύπτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεμόπτερος]], <i>γοργόπτερος</i>, [[δασύπτερος]], [[κουτσόφτερος]], <i>μαυρόφτερος</i>, [[πλατύφτερος]]].
}}
}}
{{etym
{{etym