προσπίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "erathen" to "eraten"
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
m (Text replacement - "erathen" to "eraten")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0777.png Seite 777]] (s. [[πίπτω]]), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu [[προσπτήσσω]] ziehen); βωμοῖσι προσπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προσπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προσπεσόντα πως βωμῷ καθῆσθαι τοῦ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προσπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόσπιπτε οἰκτρῶς τοῦδ' Ὀδυσσέως [[γόνυ]], Hec. 339, u. öfter; προσπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; [[πρός]] τινα, Ar. Equ. 31; προσπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προσπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; [[ὅταν]] σοι προσπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Teil werden, ἡ [[ἀτιμία]] φιλοσοφίᾳ διὰ ταῦτα προσπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ [[τύχη]] προσπεσοῦσα, Legg. V, 747 c; αἰσθήσεις προσπεσοῦσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προσπίπτειν ἐς [[βράχεα]], hineingerathen, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προσπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανθον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' [[ἐγγύθεν]] προσπίπτουσα, [[εἴτε]] [[πόῤῥωθεν]], Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Übereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προσπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ [[φήμη]] προσπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προσέπεσε παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προσπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν [[ἐξαίφνης]] ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος [[λόγος]], Aesch. 3, 59.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0777.png Seite 777]] (s. [[πίπτω]]), zufallen; im pers. zugefallen sein, dabei liegen, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, am Hafen od. nach dem Hafen zu liegende Küste, Od. 13, 98 (welche Form Andere, wie Buttmann, zu [[προσπτήσσω]] ziehen); βωμοῖσι προσπίπτουσα, Soph. Trach. 900; προσπεσὼν ἔχου, Ai. 1160; vgl. προσπεσόντα πως βωμῷ καθῆσθαι τοῦ Ποσειδῶνος, O. C. 1159; also fußfällig bitten, anflehen, τί με προσπίπτεις; Eur. Andr. 538; πρόσπιπτε οἰκτρῶς τοῦδ' Ὀδυσσέως [[γόνυ]], Hec. 339, u. öfter; προσπεσὼν αὐτῷ ἱκέτευε, Plat. Ep. VII, 349 a, wie Xen. Cyr. 4, 6, 2; Pol. 10, 18, 7; τὸν Ἀχιλλέα, Luc. paras. 46; – zufällig auf Einen stoßen, treffen, μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών, Soph. Phil. 46. 156, wie Eur. Herael. 339; [[πρός]] τινα, Ar. Equ. 31; προσπεσοῦσα ἄτη, Her. 1, 32; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι, die vorfallenden Begebenheiten, 7, 46; αἱ προσπίπτουσαι τύχαι, Thuc. 1, 84, öfter; χαριζόμενος τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ, Plat. Rep. VIII, 561 c; [[ὅταν]] σοι προσπίπτῃ τι τῶν τοιούτων δογμάτων, wenn es dir vorkommen sollte, Legg. IX, 854 b; zufällig zu Teil werden, ἡ [[ἀτιμία]] φιλοσοφίᾳ διὰ ταῦτα προσπέπτωκεν, Rep. VII, 535 c; auch ἄν τινες νόσοι προσπέσωσιν, Phaed. 66 c; χαλεπὴ [[τύχη]] προσπεσοῦσα, Legg. V, 747 c; αἰσθήσεις προσπεσοῦσαι, Tim. 44 a; Pol. vrbdt auch προσπίπτειν ἐς [[βράχεα]], hineingeraten, 1, 39, 3; ὁ χειμάῤῥους προσπίπτει πρὸς τὸν Ἐρύμανθον fällt in den Er., 4, 70, 9; bes. feindlich auf Einen stoßen, anfallen, angreifen, verstoßen wogegen, ἐς Δίκας [[βάθρον]] προσέπεσες πολύ, Soph. Ant. 848; δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ, Eur. Troad. 291; Thuc. 3, 30; πόλεσιν ἀτειχίστοις, 1, 5, u. öfter; εἴτ' [[ἐγγύθεν]] προσπίπτουσα, [[εἴτε]] [[πόῤῥωθεν]], Plat. Rep. VII, 523 e; Xen. u. A., wie Pol. 1, 28, 9 u. öfter; auch = sich zu Jemandes Partei schlagen, auch = seine Übereinstimmung zu erkennen geben. – Absolut, Einem zu Ohren kommen, in die Ohren fallen, προσπίπτει ἀβλεμές, es klingt schwach, Long. 29; ἡ [[φήμη]] προσπίπτει αὐτοῖς, Pol. 5, 101, 3; προσέπεσε παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς, 25, 4, 10, προσπεπτωκυίας αὐτοῖς τῆς ἁλώσεως, als ihnen die Eroberung zu Ohren gekommen war; vgl. εἴ τισιν [[ἐξαίφνης]] ἀκούσασιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ τοιοῦτος [[λόγος]], Aesch. 3, 59.
}}
}}
{{bailly
{{bailly