πλινθευτής: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]].
|mltxt=ὁ, Α [[πλινθεύω]]<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθουργός]].
}}
{{trml
|trtx====[[brickmaker]]===
Latin: [[laterārius]]; Greek: [[πλινθοποιός]]; Ancient Greek: [[πλάστης]], [[πλινθευτής]], [[πλινθοβάψ]], [[πλινθοποιός]], [[πλινθουργός]]; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Turkish: tuğlacı
}}
}}