καρβάτινος: Difference between revisions
m
no edit summary
lsj>Spiros mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρβάτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο [[δέρμα]], [[ιδίως]] βοδιού<br /><b>2.</b> (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) | |mltxt=[[καρβάτινος]], -ίνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από ακατέργαστο, φρεσκογδαρμένο [[δέρμα]], [[ιδίως]] βοδιού<br /><b>2.</b> (το θηλ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ [[καρβάτιναι]]<br />[[είδος]] [[υποδημάτων]] από ακατέργαστο [[δέρμα]], «τσαρούχια» (α. «[[καρβάτιναι]] πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[καρβατίνη]], ἀγροτικὸν [[ὑπόδημα]], κληθὲν ἀπὸ Καρῶν», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) τὸ [[καρπάτινον]] «ἀγροικικὸν [[ὑπόδημα]] μονόδερμον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η καταλ. -ινος δηλωτική της ύλης, [[πρβλ]]. δερμάτ-ινος, ξύλ-ıνoς. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα λιθουαν. kurpė, τσεχ. krpě, αρχ. ισλανδ. hriflingr και αρχ. ιρλδ. cairem, όλα με τη [[σημασία]] «[[υποδηματοποιός]]». Θα μπορούσε [[έτσι]] να αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] kerәp- «[[κομμάτι]] από [[δέρμα]]». Η λατ. δανείστηκε τη λ. από την ελλ. ([[πρβλ]]. λατ. [[carbatina]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |