σίφων: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sifon
|Transliteration C=sifon
|Beta Code=si/fwn
|Beta Code=si/fwn
|Definition=ωνος, ὁ, = <b class="b3">ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου</b>, ''Glossaria'': hence,<br><span class="bld">A</span> [[tube]], [[pipe]], Aen.Tact.18.10, Anon.Lond.26.51; <b class="b3">καλάμινος σ.</b> Dsc.''Eup.''2.35; esp.,<br><span class="bld">1</span> [[siphon]], used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, ''PEleph.''5.4 (iii B.C.); καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero ''Spir.''1.1.<br><span class="bld">b</span> [[drainage-tube]] for hydrocele, Gal.10.988.<br><span class="bld">c</span> [[pump]], PLond.3.1177.129 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[fire-engine]], Apollod.''Poliorc.'' 174.5, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: generally, [[service-pipe for water in houses]], Str.5.3.8.<br><span class="bld">3</span> [[water-spout]], Olymp. ''in Mete.''13.15, Sch.Arat.785.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες</b> blood-[[suckers]], i.e. mosquitoes, ''AP''5.150 (Mel.).<br><span class="bld">5</span> [[sensu obsceno|sens. obsc.]] for <b class="b3">τὸ αἰδοῖον</b>, E.''Cyc.''439 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><span class="bld">6</span> = [[ῥυπαρὸς ἄνθρωπος]], ἢ λίχνος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">7</span> <b class="b3">εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές</b>, Id.<br><span class="bld">8</span> <b class="b3">ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι</b>, Id. (perhaps = [[σιρομάστης]] ''1''). [ῑ in ''AP''l.c., Juv.6.310; but ῐ E. [[l.c.]] ([[si vera lectio|s. v.l.]]).]
|Definition=σίφωνος, ὁ, = <b class="b3">ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου</b>, ''Glossaria'': hence,<br><span class="bld">A</span> [[tube]], [[pipe]], Aen.Tact.18.10, Anon.Lond.26.51; [[καλάμινος]] σίφων Dsc.''Eup.''2.35; esp.,<br><span class="bld">1</span> [[siphon]], used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, ''PEleph.''5.4 (iii B.C.); καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero ''Spir.''1.1.<br><span class="bld">b</span> [[drainage tube]] for [[hydrocele]], Gal.10.988.<br><span class="bld">c</span> [[pump]], PLond.3.1177.129 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[fire-engine]], Apollod.''Poliorc.'' 174.5, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: generally, [[service-pipe for water in houses]], Str.5.3.8.<br><span class="bld">3</span> [[water-spout]], Olymp. ''in Mete.''13.15, Sch.Arat.785.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες</b> [[blood-sucker]]s, i.e. [[mosquito|mosquitoes]], ''AP''5.150 (Mel.).<br><span class="bld">5</span> [[sensu obsceno|sens. obsc.]] for τὸ [[αἰδοῖον]], E.''Cyc.''439 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).<br><span class="bld">6</span> = [[ῥυπαρός|ῥυπαρὸς]] [[ἄνθρωπος]], ἢ [[λίχνος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">7</span> εἶδος θηρίου [[μυρμηκοειδής|μυρμηκοειδές]], Id.<br><span class="bld">8</span> <b class="b3">ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι</b>, Id. (perhaps = [[σιρομάστης]] ''1''). [ῑ in ''AP''l.c., Juv.6.310; but ῐ E. [[l.c.]] ([[si vera lectio|s. v.l.]]).]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] ωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] σίφωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><b>I.</b> tube creux, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[siphon pour pomper un liquide]] ; <i>p. anal.</i> trompe des insectes suceurs comme le cousin;<br /><b>2</b> [[conduite d'eau]];<br /><b>3</b> [[sorte d'engin à feu]];<br /><b>4</b> [[canon de clé]];<br /><b>5</b> [[sexe de l'homme]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> trombe d'eau <i>ou</i> siphon.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. sûre, reposant pê sur une harmonie imitative.
|btext=σίφωνος (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[tube creux]], <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[siphon pour pomper un liquide]] ; <i>p. anal.</i> trompe des insectes suceurs comme le cousin;<br /><b>2</b> [[conduite d'eau]];<br /><b>3</b> [[sorte d'engin à feu]];<br /><b>4</b> [[canon de clé]];<br /><b>5</b> [[sexe de l'homme]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> trombe d'eau <i>ou</i> siphon.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym. sûre, reposant pê sur une harmonie imitative.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σίφων:''' ωνος (ῑ, у Eur. ῐ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сифон]], [[насос]]: κώνωπες αἵματος σίφωνες Anth. сосущие кровь комары;<br /><b class="num">2</b> Eur. = τὸ [[αἰδοῖον]].
|elrutext='''σίφων:''' σίφωνος (ῑ, у Eur. ῐ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сифон]], [[насос]]: κώνωπες αἵματος σίφωνες Anth. сосущие кровь комары;<br /><b class="num">2</b> Eur. = τὸ [[αἰδοῖον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σίφων''': -ωνος, ὁ, [[σωλήν]], Λατ. sipho, [[μάλιστα]] δέ, 1) ὁ κεκαμμένος [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξῆγον [[οἶνον]] ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D· [[καθόλου]], ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, = [[καθετήρ]], Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[σιφωνάτωρ]], ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον [[σίφων]], Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον [[αἷμα]] διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ [[αἰδοῖον]]. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίφων]]· ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]], καὶ [[λίχνος]]. ἢ [[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ [[ὄργανον]] σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
|lstext='''σίφων''': σίφωνος, ὁ, [[σωλήν]], Λατ. [[sipho]], [[μάλιστα]] δέ, 1) ὁ κεκαμμένος [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξῆγον [[οἶνον]] ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D· [[καθόλου]], ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, = [[καθετήρ]], Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) [[σωλήν]], δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ τὸν τύπον [[σιφωνάτωρ]], ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον [[σίφων]], Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον [[αἷμα]] διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ [[αἰδοῖον]]. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίφων]]· ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]], καὶ [[λίχνος]]. ἢ [[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ [[ὄργανον]] σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν [[οἶνον]] ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σίφωνας]].
|mltxt=ο / [[σίφων]], σίφωνος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καμπύλος]] [[σωλήνας]] με τον οποίο αντλείται ή μεταγγίζεται, με [[απορρόφηση]] του περιεχόμενου σε αυτόν αέρα, [[υγρό]] από ένα [[αγγείο]] σε [[άλλο]] («[[καμπύλος]] [[σίφων]], τουτέστιν [[σωλήν]]», Ήρων.)<br /><b>2.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ο [[σίφουνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> όργανο με τη [[μορφή]] [[σωλήνα]] σχήματος Π, με άνισα σκέλη, που χρησιμοποιείται για τη [[μετάγγιση]] υγρών από μια [[στάθμη]] σε μια [[άλλη]] χαμηλότερη [[στάθμη]], [[αφού]], όμως, το [[υγρό]] ανέλθει σε ύψος μεγαλύτερο του ύψους και τών δύο [[σταθμών]], γι' αυτό και το ένα [[σκέλος]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μεγαλύτερου μήκους από το [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> α) προεξέχων [[συσταλτός]] [[σωλήνας]] που περιβάλλει το βραγχιακό και εδρικό [[άνοιγμα]] ορισμένων χιτωνοζώων, ασκιδίων και [[μαλακίων]], και με τον οποίο τα ζώα αυτά απορροφούν και αποβάλλουν το [[νερό]]<br />β) λιγότερο ή περισσότερο ασβεστοποιημένος [[σωλήνας]], ο [[οποίος]] διασχίζει τις αίθουσες του οστράκου τών κεφαλοπόδων, όπως λ.χ. του ναυτίλου και τών αμμωνιτών<br />γ) το χοανοειδές μυϊκό όργανο που περιέχεται στη μανδυακή [[κοιλότητα]] της κοιλιακής πλευράς τών κεφαλοπόδων και του οποίου το στενό [[άνοιγμα]] [[είναι]] το [[σημείο]] βίαιης εξώθησης του νερού, [[χάρη]] στην οποία το ζώο προωθείται [[προς]] τα [[πίσω]]<br />δ) [[προέκταση]] και [[κυλινδροποίηση]] του λαιμού του [[μανδύα]] τών δίθυρων και γαστερόποδων [[μαλακίων]], που χρησιμεύει ως [[ανιχνευτής]] τροφής και ως χημειοδείκτης<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του γυρεοσωλήνα<br /><b>4.</b> <b>αρχιτ.</b> καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα που κατασκευάζονται [[μεταξύ]] του τρούλλου ενός οικοδομήματος και τών κιόνων οι οποίοι τον συγκρατούν<br /><b>5.</b> <b>(μετεωρ.)</b> α) σφοδρή κυκλωνική, [[δηλαδή]] χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης, [[θύελλα]] με σχετικά μικρή διάμετρο, [[αλλά]] με ανέμους που περιστρέφονται ταχύτατα και σχηματίζουν στρόβιλο, [[δίνη]], που δημιουργεί στην [[περιοχή]] του κέντρου του ισχυρά ανοδικά ρεύματα, τα οποία [[είναι]] ικανά να παρασύρουν [[προς]] τα [[επάνω]] πολύ [[βαριά]] αντικείμενα, όπως λ.χ. δέντρα, αυτοκίνητα, σιδηροδρομικά βαγόνια και αεροπλάνα<br /><b>6.</b> [[είδος]] καθετήρα που χρησιμοποιείται για πλύσεις στομάχου<br /><b>7.</b> <b>ναυτ.</b> [[ειδικός]] [[σωλήνας]] που χρησιμοποιείται, [[αντί]] αντλίας, για την [[τροφοδότηση]] τών [[λεβήτων]] ή για την [[εκκένωση]] υδάτων από δεξαμενές ή από τα κύτη τών πλοίων, αλλ. αντλοσίφωνας, κν. τζιφάρι<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σίφωνας]] δαπέδου»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] ανάλογη με το αποχετευτικό [[σιφόνι]], η οποία τοποθετείται στο χαμηλότερο [[σημείο]] δαπέδων, όπου χύνονται ακάθαρτα νερά, αποτελείται από πήλινο, μεταλλικό ή πλαστικό σιγμοειδή [[σωλήνα]] που επικοινωνεί με το αποχετευτικό [[σύστημα]], στο οποίο εκρέουν τα ακάθαρτα νερά, και καλύπτεται από [[πάνω]] με μεταλλική [[σχάρα]]<br />β) «[[θαλάσσιος]] [[σίφωνας]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[σίφωνας]] που σχηματίζεται ή διέρχεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας δημιουργώντας [[στήλη]] μικρής διαμέτρου από υδροσταγονίδια και υδρατμούς και υψώνεται από την θαλάσσια [[επιφάνεια]] ώς τη [[βάση]] ενός καταιγιδοφόρου νέφους<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) [[είδος]] αντλίας και [[σωλήνα]] με τον οποίο εξακόντιζαν [[υγρό]] πυρ από τους δρόμωνες, ο λεγόμενος [[πυρσοφόρος]] [[σίφων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλός]], [[σύριγγα]]<br /><b>2.</b> [[σωλήνας]] διοχέτευσης για την [[υδροκήλη]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] αντλίας<br /><b>4.</b> πυροσβεστική [[αντλία]]<br /><b>5.</b> [[υδραγωγός]] [[σωλήνας]] κατοικίας («ἅπασαν δὲ οἰκίαν σχεδὸν δεξαμενὰς καὶ [[σίφωνας]] καὶ κρουνοὺς ἔχειν ἀφθόνους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>6.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>7.</b> ο [[βλαστός]] του αγριοκάλαμου»<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥυπαρὸς [[ἄνθρωπος]] ἢ [[λίχνος]]» <br />β) «[[εἶδος]] θηρίου μυρμηκοειδές» <br />γ) «[[ὄργανον]] σκόλοιπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι»<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες» — τα κουνούπια, τα οποία ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] απομυζούν το ανθρώπινο [[αίμα]] με την [[προβοσκίδα]] τους (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ων</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους ([[πρβλ]]. [[δόλων]], [[κώδων]], [[κώθων]]). Η λ. [[είναι]] πιθ. ηχομιμητική. Κατά μία [[άποψη]], από τη λ. [[σίφων]] προήλθε το επίθ. [[σιφνός]], με [[συγκοπή]] του -<i>ω</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σίφων:''' [ῑ], -ωνος, ὁ, [[σωλήνας]], [[σύριγγα]], [[σιφόνι]], που χρησιμοποιείται στην [[άντληση]] κρασιού από το [[βαρέλι]], σε Ιππών.· [[σωλήνας]], [[αγωγός]] για την [[εξοικονόμηση]] του αναγκαίου νερού για οικιακή [[χρήση]], σε Στράβ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σίφων:''' [ῑ], σίφωνος, ὁ, [[σωλήνας]], [[σύριγγα]], [[σιφόνι]], που χρησιμοποιείται στην [[άντληση]] κρασιού από το [[βαρέλι]], σε Ιππών.· [[σωλήνας]], [[αγωγός]] για την [[εξοικονόμηση]] του αναγκαίου νερού για οικιακή [[χρήση]], σε Στράβ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-ωνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: 'tube, esp. for water hoisting, fire engine, fountain, wine siphon, siphon etc.' (Hippon., E., hell. a. late); also plant name = [[αἰγίλωψ]] (Ps.-Dsc.)<br />Compounds: <b class="b3">σιφωνο-λογία</b> <b class="b2">weeding of σ.</b> (pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">σιφών-ιον</b> n. = [[σίφων]] (H.) and <b class="b3">-ίζω</b> [[to draw off wine with a siphon]] (Ar.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Technical word like [[ἄμβων]], [[δόλων]] a. o. (Chantraine Form. 162). Prob. onomatop [?], s. Schwyzer KZ 58, 204f. with Slav. parallels. Not to Lat. [[tībia]] with Walde (s. W.-Hofmann s. v.). -- From [[σίφων]] (Solmsen Wortforsch. 46) [[σιφνεύς]] [[mole]] (prop. "digger of tubes"), prob. also [[σιφνός]] = [[κενός]]; influenced by it [[σιφλός]] in the late attested meaning [[hollow]]; an old variation [[ν]]: [[λ]] ([[ἀγκών]]: [[ἀγκάλη]]) is improbable. Cf. [[σιφλός]].
|etymtx=σίφωνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: 'tube, esp. for water hoisting, fire engine, fountain, wine siphon, siphon etc.' (Hippon., E., hell. a. late); also plant name = [[αἰγίλωψ]] (Ps.-Dsc.)<br />Compounds: <b class="b3">σιφωνο-λογία</b> <b class="b2">weeding of σ.</b> (pap.).<br />Derivatives: <b class="b3">σιφών-ιον</b> n. = [[σίφων]] (H.) and <b class="b3">-ίζω</b> [[to draw off wine with a siphon]] (Ar.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Technical word like [[ἄμβων]], [[δόλων]] a. o. (Chantraine Form. 162). Prob. onomatop [?], s. Schwyzer KZ 58, 204f. with Slav. parallels. Not to Lat. [[tībia]] with Walde (s. W.-Hofmann s. v.). -- From [[σίφων]] (Solmsen Wortforsch. 46) [[σιφνεύς]] [[mole]] (prop. "digger of tubes"), prob. also [[σιφνός]] = [[κενός]]; influenced by it [[σιφλός]] in the late attested meaning [[hollow]]; an old variation [[ν]]: [[λ]] ([[ἀγκών]]: [[ἀγκάλη]]) is improbable. Cf. [[σιφλός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑ́φων, ωνος, ὁ,<br />a [[tube]], [[pipe]], [[siphon]], used for [[drawing]] [[wine]] out of the [[cask]], [[Hippon]].:— a [[service]]-[[pipe]] for [[water]] in houses, Strab. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=σῑ́φων, σίφωνος, ὁ,<br />a [[tube]], [[pipe]], [[siphon]], used for [[drawing]] [[wine]] out of the [[cask]], [[Hippon]].:— a [[service]]-[[pipe]] for [[water]] in houses, Strab. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σίφων''': -ωνος<br />{síphōn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Composita''': ’Röhre, bes. zum. Wasserheben, Feuerspritze, Springbrunnen, Weinheber, Siphon’ (Hippon., E., hell. u. sp.), auch Pfl.name = [[αἰγίλωψ]] (Ps.-Dsk.) mit [[σιφωνολογία]] ‘das Ausjäten des σ.’ (Pap.).<br />'''Derivative''': Davon [[σιφώνιον]] n. = [[σίφων]] (H.) und -ίζω [[den Wein mit dem Heber abzapfen]] (Ar.).<br />'''Etymology''': Technisches Wort wie [[ἄμβων]], [[δόλων]] u. a. (Chantraine Form. 162). Wahrscheinlich lautmalend, s. Schwyzer KZ 58, 204f. mit balkanslav. Parallelen. Nicht zu lat. ''tībia'' mit Walde (s. W.-Hofmann s. v.). — Von [[σίφων]] wahrscheinlich nach altem Ablautmuster (Solmsen Wortforsch. 46) [[σιφνεύς]] [[Maulwurf]] (eig. "Röhrengräber"), wohl auch [[σιφνός]] = [[κενός]]; davon beeinflußt [[σιφλός]] in der sp. belegten Bed. [[hohl]]; an alten Wechsel ν: λ ([[ἀγκών]]: [[ἀγκάλη]]) ist nicht zu denken. Vgl. [[σιφλός]].<br />'''Page''' 2,713
|ftr='''σίφων''': σίφωνος<br />{síphōn}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Composita''': ’[[Röhre]], bes. zum. [[Wasserheben]], [[Feuerspritze]], [[Springbrunnen]], [[Weinheber]], [[Siphon]]’ (Hippon., E., hell. u. sp.), auch Pfl.name = [[αἰγίλωψ]] (Ps.-Dsk.) mit [[σιφωνολογία]] ‘das Ausjäten des σ.’ (Pap.).<br />'''Derivative''': Davon [[σιφώνιον]] n. = [[σίφων]] (H.) und -ίζω den Wein mit dem Heber [[abzapfen]] (Ar.).<br />'''Etymology''': Technisches Wort wie [[ἄμβων]], [[δόλων]] u. a. (Chantraine Form. 162). Wahrscheinlich lautmalend, s. Schwyzer KZ 58, 204f. mit balkanslav. Parallelen. Nicht zu lat. ''tībia'' mit Walde (s. W.-Hofmann s. v.). — Von [[σίφων]] wahrscheinlich nach altem Ablautmuster (Solmsen Wortforsch. 46) [[σιφνεύς]] [[Maulwurf]] (eig. "Röhrengräber"), wohl auch [[σιφνός]] = [[κενός]]; davon beeinflußt [[σιφλός]] in der sp. belegten Bed. [[hohl]]; an alten Wechsel ν: λ ([[ἀγκών]]: [[ἀγκάλη]]) ist nicht zu denken. Vgl. [[σιφλός]].<br />'''Page''' 2,713
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ωνος (=σωλήνας ἀπορροφητικός, [[ἀντλία]]). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[σιφνός]]=[[σιφλός]] (=[[βλαμμένος]]).
|mantxt=-ωνος (=σωλήνας ἀπορροφητικός, [[ἀντλία]]). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[σιφνός]]=[[σιφλός]] (=[[βλαμμένος]]).
}}
}}