ἀσύνακτος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]].
|mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]].
}}
{{trml
|trtx====[[incoherent]]===
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol
}}
}}