3,274,216
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]. | |mltxt=-ο, / [[ὑδραγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει το [[νερό]] (α. «[[υδραγωγός]] [[σωλήνας]]» — ο [[υδροσωλήνας]]<br />β. «υδραγωγὸς [[σείριος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαρμ.) αυτός που προκαλεί [[έκχυση]] εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υδραγωγός]]<br />α) <b>τεχνολ.</b> [[αγωγός]] με τον οποίο μεταφέρεται το πόσιμο [[νερό]] από το [[υδραγωγείο]] στον [[τόπο]] διανομής και κατανάλωσης<br />β) <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] ορισμένων πόρων, οστών ή μαλακών μορίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υδραγωγός]] του Σύλβιους» ή «συλουίειος [[υδραγωγός]]»<br /><b>ανατ.</b><br />[[πόρος]] μέσω του οποίου επικοινωνεί η [[τρίτη]] με την τέταρτη [[κοιλία]] του εγκεφάλου και διά μέσου του οποίου κυκλοφορεί εγκεφαλονωτιαίο [[υγρό]]<br />β) «[[υδραγωγός]] του κοχλία»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον περιλεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br />γ) «[[υδραγωγός]] της αίθουσας»<br /><b>ανατ.</b> [[οστέινος]] [[σωλήνας]] που περιέχει τον ενδολεμφικό πόρο του λαβυρίνθου στο έσω [[αφτί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[άτομο]] που μεταφέρει [[νερό]], [[υδροφόρος]]<br />β) [[υδραγωγείο]]<br />γ) [[κατασκευαστής]] ή [[διευθυντής]] υδραγωγείων<br />δ) αυτός που καταναλώνει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού<br />ε) διουρητικό [[φάρμακο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[watercourse]]=== | |||
Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: [[水道]], [[河道]], [[水路]]; Danish: løb; Dutch: [[waterloop]], [[loop]]; Finnish: uoma; French: [[cours d'eau]], [[cours]]; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: [[Wasserlauf]], [[Flußlauf]], [[Lauf]]; Greek: [[υδρορροή]]; Ancient Greek: [[κρουνός]], [[ὑδραγωγός]], [[ὑδρορρόα]], [[ὑδρορρόη]], [[ὑδρόρροια]], [[χύτλον]]; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: [[corso d'acqua]], [[corso]]; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: [[igarapé]], [[curso de água]], [[curso d'água]], [[curso]]; Russian: [[русло]]; Spanish: [[curso de agua]], [[corriente de agua]]; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง | |||
}} | }} |