επιβήτορας: Difference between revisions

m
no edit summary
(13)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπιβήτωρ]]) [[επιβαίνω]]<br />(για [[αρσενικό]] ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο<br /><b>2.</b> όποιος πήρε αντικανονικά [[αξίωμα]] ή [[εξουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για [[γονιμοποίηση]] τών θηλυκών λόγω της ράτσας του<br /><b>2.</b> (για άντρα) <b>ειρων.</b> αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων [[συνήθως]] επ' [[αμοιβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανεβαίνει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γνωρίζει [[κάτι]] καλά<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.
|mltxt=ο (AM [[ἐπιβήτωρ]]) [[επιβαίνω]]<br />(για [[αρσενικό]] ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο<br /><b>2.</b> όποιος πήρε αντικανονικά [[αξίωμα]] ή [[εξουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρσενικό]] ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για [[γονιμοποίηση]] τών θηλυκών λόγω της ράτσας του<br /><b>2.</b> (για άντρα) <b>ειρων.</b> αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων [[συνήθως]] επ' [[αμοιβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανεβαίνει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που γνωρίζει [[κάτι]] καλά<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.
}}
{{trml
|trtx====[[stallion]] (stud)===
Catalan: semental; Chinese Mandarin: [[種馬]], [[种马]]; Danish: avlshingst; Dutch: [[dekhengst]]; Galician: guarán, burraxo, mulateiro, grañón; German: [[Deckhengst]], [[Zuchthengst]], [[Schälhengst]], [[Schellhengst]], [[Beschäler]]; Ancient Greek: [[ὀχεῖον]]; Italian: [[stallone]]; Macedonian: пастув; Malay: kuda bibit; Norwegian Bokmål: avlshingst, stohingst; Nynorsk: avlshingst, alshingst, alehingst, stohingst; Portuguese: [[garanhão]]; Russian: [[самец-производитель]], [[жеребец]]; Spanish: [[semental]]; Swedish: hingst, avelshingst
===[[stud]]===
Bulgarian: жребец; Catalan: semental, de llavor, llavorer; Czech: hřebec; Danish: avlshingst, avlstyr; Dutch: [[dekhengst]], [[fokhengst]], [[fokdier]], [[dekstier]], [[fokstier]]; Finnish: siitoseläin, siitosori; French: [[étalon]]; Galician: guarán, burraxo, contrareo, mulateiro, almallo, castal; German: [[Deckhengst]], [[Schälhengst]], [[Schellhengst]], [[Beschäler]], [[Beschälhengst]], [[Zuchthengst]], [[Gestüthengst]], [[Gestütpferd]], [[Decktier]]; Greek: [[επιβήτορας]]; Ancient Greek: [[ὀχεῖον]]; Hungarian: tenyészmén, fedezőmén, csődör, mén; Irish: graíre; Italian: [[riproduttore]], [[razzatore]], [[stallone]]; Lithuanian: eržilas; Macedonian: пастув; Malay: pembaka; Portuguese: [[garanhão]]; Romanian: armăsar; Russian: [[производитель]], [[самец-производитель]]; Spanish: [[semental]], [[garañón]], [[padrillo]]; Swedish: hingst, avelshingst; Turkish: damızlık; Volapük: stäilajevod, stäilahijevod, bridöpajevod, bridöpahijevod, stäilajip, stäilahijip; Welsh: gre
}}
}}