υμένας: Difference between revisions

m
no edit summary
(42)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑμήν]], -[[ένος]], ΝΑ<br />[[λεπτός]] [[ελαστικός]] [[ιστός]], σαν μεμβράνη, ο [[οποίος]] βρίσκεται σε διάφορα όργανα του σώματος (α. «[[παρθενικός]] [[υμένας]]» — [[μηνοειδής]], [[συνήθως]], [[υμένας]] που προσφύεται στο [[χείλος]] του έξω στομίου του κολεού παρθένας γυναίκας και το στενώνει και ο [[οποίος]] ρήγνυται [[συνήθως]] [[μετά]] την πρώτη [[συνουσία]]<br />β. «[[περιτόναιος]] [[ὑμήν]]» — το [[περιτόναιο]], Πολύδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «υμένες αβγού»<br /><b>ιατρ.</b> [[ονομασία]] τών υμένων που περιβάλλουν το [[κύημα]], [[δηλαδή]] του αμνίου εσωτερικά και του χορίου εξωτερικά<br />β) «[[υμένας]] του Ράϊσνερ» — [[ονομασία]] πετάλου του περιοστέου του κοχλία του αφτιού, αλλ. αιθουσαίος [[υμένας]]·β) «[[αρθρικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> η έσω [[στιβάδα]] αρθρικού θυλάκου, ανάλογη με τον ορογόνο υμένα<br />γ) «αρυταινοεπιγλωττιδικός [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> η άνω [[μοίρα]] του ελαστικού υμένα του λάρυγγα<br />δ) «[[ελαστικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[υμένας]] που καλύπτει την έσω [[επιφάνεια]] τών χόνδρων του λάρυγγα [[κάτω]] από τον βλεννογόνο<br />ε) «επισωματικός [[υμένας]] [[[πρόσθιος]] και [[οπίσθιος]]]»<br /><b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους δύο υμένες της ινιοεπιστροφικής αρθρώσεως, που βρίσκονται [[μεταξύ]] επιστροφέως και ινιακού οστού<br />στ) «[[θυροειδής]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[υμένας]] που αποφράσσει εν μέρει το θυροειδές [[τρήμα]] του ανώνυμου οστού<br />ζ) «[[καλυπτήριος]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] που εκφύεται από τη [[βάση]] του ινιακού οστού και καταφύεται στον 2ο και 3ο αυχενικό σπόνδυλο<br />η) «[[ορογόνος]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[ορογόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μιας μεμβράνης τών πτηνών<br /><b>2.</b> [[φτερό]] εντόμου<br /><b>3.</b> [[περικάλυμμα]] του σπόρου τών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> λεπτή [[πλάκα]] μετάλλου<br /><b>5.</b> μεμβράνη που χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία λ. της τεχνικής ορολογίας που έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. ουδ. <i>sy</i><i>ū</i><i>man</i>- «[[δεσμός]], [[λουρί]], [[ραφή]]», [[παρά]] τη μορφολογική ([[ποσότητα]] του -<i>u</i>-, [[διαφορά]] γένους και επιθήματος) και τη σημασιολογική [[απόσταση]] που παρουσιάζουν οι δύο τύποι. Αν δεχθούμε, [[ωστόσο]], την [[άποψη]] αυτή, [[τότε]] η λ. [[ὑμήν]] θα [[πρέπει]] να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sy</i><i>ū</i>- / <i>s</i><i>ū</i>- «[[ράβω]]» και να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. <i>sĩvyati</i> «[[ράβω]]», λιθουαν. <i>siuti</i>, αρχ. σλαβ. <i>šije</i>, λατ. <i>suo</i> και το ρ. [[κασσύω]]].
|mltxt=ο / [[ὑμήν]], ὑμένος, ΝΑ<br />[[λεπτός]] [[ελαστικός]] [[ιστός]], σαν μεμβράνη, ο [[οποίος]] βρίσκεται σε διάφορα όργανα του σώματος (α. «[[παρθενικός]] [[υμένας]]» — [[μηνοειδής]], [[συνήθως]], [[υμένας]] που προσφύεται στο [[χείλος]] του έξω στομίου του κολεού παρθένας γυναίκας και το στενώνει και ο [[οποίος]] ρήγνυται [[συνήθως]] [[μετά]] την πρώτη [[συνουσία]]<br />β. «[[περιτόναιος]] [[ὑμήν]]» — το [[περιτόναιο]], Πολύδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «υμένες αβγού»<br /><b>ιατρ.</b> [[ονομασία]] τών υμένων που περιβάλλουν το [[κύημα]], [[δηλαδή]] του αμνίου εσωτερικά και του χορίου εξωτερικά<br />β) «[[υμένας]] του Ράϊσνερ» — [[ονομασία]] πετάλου του περιοστέου του κοχλία του αφτιού, αλλ. αιθουσαίος [[υμένας]]·β) «[[αρθρικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> η έσω [[στιβάδα]] αρθρικού θυλάκου, ανάλογη με τον ορογόνο υμένα<br />γ) «αρυταινοεπιγλωττιδικός [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> η άνω [[μοίρα]] του ελαστικού υμένα του λάρυγγα<br />δ) «[[ελαστικός]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[υμένας]] που καλύπτει την έσω [[επιφάνεια]] τών χόνδρων του λάρυγγα [[κάτω]] από τον βλεννογόνο<br />ε) «επισωματικός [[υμένας]] [[[πρόσθιος]] και [[οπίσθιος]]]»<br /><b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους δύο υμένες της ινιοεπιστροφικής αρθρώσεως, που βρίσκονται [[μεταξύ]] επιστροφέως και ινιακού οστού<br />στ) «[[θυροειδής]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[υμένας]] που αποφράσσει εν μέρει το θυροειδές [[τρήμα]] του ανώνυμου οστού<br />ζ) «[[καλυπτήριος]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνδεσμος]] που εκφύεται από τη [[βάση]] του ινιακού οστού και καταφύεται στον 2ο και 3ο αυχενικό σπόνδυλο<br />η) «[[ορογόνος]] [[υμένας]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[ορογόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μιας μεμβράνης τών πτηνών<br /><b>2.</b> [[φτερό]] εντόμου<br /><b>3.</b> [[περικάλυμμα]] του σπόρου τών [[φυτών]]<br /><b>4.</b> λεπτή [[πλάκα]] μετάλλου<br /><b>5.</b> μεμβράνη που χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία λ. της τεχνικής ορολογίας που έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. ουδ. <i>sy</i><i>ū</i><i>man</i>- «[[δεσμός]], [[λουρί]], [[ραφή]]», [[παρά]] τη μορφολογική ([[ποσότητα]] του -<i>u</i>-, [[διαφορά]] γένους και επιθήματος) και τη σημασιολογική [[απόσταση]] που παρουσιάζουν οι δύο τύποι. Αν δεχθούμε, [[ωστόσο]], την [[άποψη]] αυτή, [[τότε]] η λ. [[ὑμήν]] θα [[πρέπει]] να αναχθεί στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sy</i><i>ū</i>- / <i>s</i><i>ū</i>- «[[ράβω]]» και να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. <i>sĩvyati</i> «[[ράβω]]», λιθουαν. <i>siuti</i>, αρχ. σλαβ. <i>šije</i>, λατ. <i>suo</i> και το ρ. [[κασσύω]]].
}}
{{trml
|trtx====[[membrane]]===
Arabic: غِشَاء; Armenian: թաղանթ; Asturian: membrana; Azerbaijani: qişa; Belarusian: мембрана, мэмбрана, перапонка, балона, балонка; Bulgarian: ципа, мембрана; Catalan: membrana; Chinese Mandarin: [[膜]], [[薄膜]]; Czech: membrána, blána; Danish: membran; Dutch: [[membraan]]; Esperanto: membrano; Estonian: kile, membraan; Finnish: kalvo; French: [[membrane]]; Galician: membrana, teaz; German: [[Membran]], [[Membrane]], [[Häutchen]]; Greek: [[μεμβράνη]], [[υμένας]]; Ancient Greek: [[ὑμήν]], [[μῆνιγξ]]; Hindi: झिल्ली; Hungarian: hártya; Icelandic: himna; Indonesian: membran; Ingrian: obolocka; Irish: scannán, seicin; Italian: [[membrana]], [[pergamena]]; Japanese: 膜; Khmer: ភ្នាស; Korean: 막(膜); Kurdish Northern Kurdish: perde; Latin: [[membrana]]; Latvian: membrāna, plēve; Lithuanian: membrana, plėvė; Macedonian: ципа, мембрана; Malay: kulipis; Malayalam: ചർമ്മം; Mansi Northern Mansi: сыквар; Maori: rīrapa, tewe, kiriuhi; Mongolian Cyrillic: хальс; Norwegian Bokmål: membran, hinne; Nynorsk: membran, hinne; Persian: شامه; Polish: błonka, membrana, zakrywka, błona; Portuguese: [[membrana]]; Romanian: membrană, membrane; Russian: [[мембрана]], [[перепонка]], [[оболочка]]; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀пна, мембрана; Roman: òpna, membrána; Slovak: membrána, blana; Slovene: opna, membrana; Spanish: [[membrana]]; Swedish: membran, hinna; Tagalog: lamad, bamban; Telugu: పొర; Thai: เยื่อ, เนื้อเยื่อ; Turkish: zar; Ukrainian: мембрана, перетинка, оболонка; Urdu: پردہ; Vietnamese: màng
}}
}}