προσηλόω: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
mNo edit summary
 
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
}}
{{grml
|mltxt=προσηλῶ, [[προσηλόω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με καρφιά, [[καρφώνω]] (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.<br />β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.<br />γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το [[βλέμμα]] ή την [[προσοχή]]) [[κατευθύνω]] [[σταθερά]] και αποκλειστικά [[κάπου]] ή σε [[κάτι]] (α. «προσήλωσε το [[βλέμμα]] της [[επάνω]] του με [[απορία]]» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσηλώνομαι</i> και <i>προσηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[προσέχω]] εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε [[κάτι]], απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το [[τέλος]] έμεινε προσηλωμένος στο [[καθήκον]] του» β. «προσηλωμένος στο [[πρόβλημα]] της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.<br />γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν [[πλάστιγγα]] τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] σε σταυρό, [[σταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[καρφώνω]] σε [[σανίδα]]<br /><b>3.</b> [[φράζω]] [[τελείως]] καρφώνοντας σανίδες («τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm