ἄλοφος: Difference between revisions

13_5
(4000)
 
(13_5)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/lofos
|Beta Code=a)/lofos
|Definition=v. ἄλλοφος.
|Definition=v. ἄλλοφος.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ohne Helmbusch, v. l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym.<b class="b2"> ἄλλοφον:</b> Ἀρίσταρχος <b class="b2">ἄλοφον</b>, Scholl. Aristonic. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) [[πήληξ]].
}}
}}