ἐπιβαρέω: Difference between revisions

6_1
(c2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0928.png Seite 928]] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0928.png Seite 928]] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· [[μετὰ]] δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, [[μετὰ]] παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.
}}
}}