ὦχρος: Difference between revisions

1,114 bytes added ,  5 August 2017
6_19
(13_4)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1424.png Seite 1424]] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ [[ὦχρος]] nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1424.png Seite 1424]] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ [[ὦχρος]] nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
}}
{{ls
|lstext='''ὦχρος''': -ου, ὁ ὡς τὸ [[ὠχρότης]], [[μάλιστα]] τὸ ὠχρὸν [[χρῶμα]] τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὀμ., [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν [[δέος]]) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· [[ἄχροος]].. [[ὦχρος]] Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. [[εἶδος]] ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. [[εἶναι]] ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις.
}}
}}