3,270,824
edits
(13_3) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ίδος, ἡ, att. statt [[σκελίς]]; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ίδος, ἡ, att. statt [[σκελίς]]; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σχελίς''': -ίδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σχελίδες, ἐπιμήκη τεμάχη [[κρεῶν]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 342, Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἀποσπ. 249 σχελίδες ὁλόκνημοι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 6· ― [[ὡσαύτως]], σχ. ὑῶν, χοίρων, Δίωνος Χρυσ. Λογ. 7, σ. 236. ΙΙ. σκελὶς παρὰ μεταγεν. ἀντὶ [[ἄγλις]], κοινῶς «σκελίδα», «καὶ βρέχε μίαν σκελίδα σκόρδου εἰς αὐτὸ τὸ παχὺ» Ἀγαπίου Γεωπον. 144. (Ἡ ἐκ τοῦ [[σκέλος]] [[ἐτυμολογία]] δὲν συνάδει πρὸς τὴν σημασίαν ἣν εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδουσιν οἱ Γραμματ.· ― «σχελίδας· βοὸς [[πλευρά]], ἢ [[ἁπλῶς]] τὰ πλευρικὰ τῶν βοῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἡσύχ.). | |||
}} | }} |