ὑπεξαιρέω: Difference between revisions

6_5
(13_6b)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] (s. [[αἱρέω]]), unten od. heimlich herausnehmen, auch heimlich aus dem Wege räumen, Plat. Rep. VIII, 567 b; vgl. Soph. El. 1410; ἀπέκτειναν οὐ πολλούς, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι ὑπεξαιρεθῆναι Thuc. 8, 70; übh. bei Seite schaffen, beseitigen, τουτέων ὑπεξαραιρημένων Her. 7, 8, 3; τοὐπίκλημ' ὑπεξελὼν [[αὐτός]] Soph. O. R. 227; ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών Eur. Hipp. 633; τὰ δεινά τινι, Thuc. 4, 83. – Med. heimlich für sich herausnehmen, entnehmen, auch davon abziehen, abrechnen; ἐὰν ὑπεξαιρῶμαι καὶ [[ἀποβάλλω]] Plat. Theaet. 151 c; τῶν ἰδίων κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι Dem. 19, 78; ἀλγηδόνα τοῦ σώματος Plut. Symp. prooem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] (s. [[αἱρέω]]), unten od. heimlich herausnehmen, auch heimlich aus dem Wege räumen, Plat. Rep. VIII, 567 b; vgl. Soph. El. 1410; ἀπέκτειναν οὐ πολλούς, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι ὑπεξαιρεθῆναι Thuc. 8, 70; übh. bei Seite schaffen, beseitigen, τουτέων ὑπεξαραιρημένων Her. 7, 8, 3; τοὐπίκλημ' ὑπεξελὼν [[αὐτός]] Soph. O. R. 227; ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών Eur. Hipp. 633; τὰ δεινά τινι, Thuc. 4, 83. – Med. heimlich für sich herausnehmen, entnehmen, auch davon abziehen, abrechnen; ἐὰν ὑπεξαιρῶμαι καὶ [[ἀποβάλλω]] Plat. Theaet. 151 c; τῶν ἰδίων κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι Dem. 19, 78; ἀλγηδόνα τοῦ σώματος Plut. Symp. prooem.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπεξαιρέω''': ἀφαιρῶ [[κάτωθεν]] ἢ κατὰ μικρόν, παλίρρυτον γὰρ αἷμ’ ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ [[πάλαι]] θανόντες Σοφ. Ἠλ. 1420. ἀντλεῖν καὶ ὑπ. τὴν θάλατταν Πλούτ. 2. 127C. 2) [[αἴρω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[καταστρέφω]] κρυφίως ἢ κατ’ ὀλίγον, τὸν τύραννον Πλάτ. Πολ. 567Β· ὄλβον δωμάτων Εὐρ. Ἱππ. 633. ὑπ. τινι τὰ δεινά, ἀπαλλάττω τινὰ πάντων τῶν δεινῶν, τῶν κινδύνων, Θουκ. 4. 83· - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 227, κεἰ μὲν φοβεῖται, τοὐπίκλημ’ ὑπεξελών, αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ, ἡ πιθανωτάτη [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]] νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ [[ῥῆμα]] σημαινέτω, - καὶ ἂν ἔτι φοβῆται, ἀφ’ οὗ [[οὕτως]] ἐξαλείψῃ τὴν κατηγορίαν, ἂς φέρῃ μαρτυρίαν ὁ [[ἴδιος]] [[ἐναντίον]] [[ἑαυτοῦ]]. - Παθ., ἐξαφανίζομαι, ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρηθῆναι Θουκ. 8. 70· τουτέων ὑπεξαραιρημένων, ἀφ’ οὗ [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἔξω τοῦ ζητήματος, Ἡρόδ. 7. 8, 3. ΙΙ. Μέσ., [[λαμβάνω]] κρυφίως δι’ ἐμαυτόν, σφετερίζομαι, [[κλέπτω]], ὑπὲκ μήλων αἱρεύμεναι (ἐξυπακ. ἄρνας καὶ ἐρίφους) Ἰλ. Π. 353. 2) θέτω κατὰ [[μέρος]], ἐξαιρῶ, [[ἀποκλείω]], Πλάτ. Θεαίτ. 151C κατηγορήσειν..., ἕνα ὑπεξελόμενος δι’ οἰκειότητα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ὑπ. πρόφασιν, [[κάμνω]] ἐξαίρεσιν, δηλ. [[παραδέχομαι]], Θεοπόμπ. Ἱστ. 133· [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, πραγματεύομαί τι ὡς ἐξαιρετικὸν καὶ ἰδιαίτερον, [[προτάσσω]], Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 437, (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., [[αὐτόθι]] 675, 699). 3) διατηρῶ, βάλλω κατὰ [[μέρος]], [[ἐξασφαλίζω]], ἰδίων τι κτημάτων Δημ. 365. 27.
}}
}}