3,274,174
edits
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[παρθένος]]), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρθενεύω''': ([[παρθένος]]) [[ἀνατρέφω]] ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις [[καλῶς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα [[θάλαμον]] ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., [[διάγω]] βίον παρθενικόν, [[διαμένω]] [[παρθένος]], Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ [[κόμη]] αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997. | |||
}} | }} |