φιμόω: Difference between revisions

6_14
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] schnüren, festbinden, knebeln, τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, ins Holz, in den Bock spannen, Ar. Nubb. 582. Dah. bes. den Mund verschließen, N. T.; οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. Peregr. 15; Hesych. erkl. [[δεσμέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1289.png Seite 1289]] schnüren, festbinden, knebeln, τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, ins Holz, in den Bock spannen, Ar. Nubb. 582. Dah. bes. den Mund verschließen, N. T.; οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. Peregr. 15; Hesych. erkl. [[δεσμέω]].
}}
{{ls
|lstext='''φῑμόω''': μέλλ. -ώσω, [[κλείω]] ὡς διὰ φιμώτρου, φιμ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, στερεώνω, [[σφίγγω]] τὸν λαιμόν του εἰς τὸν κλοιόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 592· μεταφορ., ἀποστομώνω, οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 34. ― Παθητ., κατασιγάζομαι, σιωπῶ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄. 25, δ΄, 39, κλπ.· πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15· τινι, διά τινος ἢ ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 22, 3, πρβλ. 5. 1, 5· φιμοῦμαι [[πρός]] τι, [[γίνομαι]] [[ἄφωνος]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], δὲν [[λέγω]], [[τίποτε]], [[αὐτόθι]] προοίμ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 275.
}}
}}