φώγω: Difference between revisions

1,168 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1321.png Seite 1321]] perf. pass. πέφωγμαι, aor. pass. ἐφώχθην, rösten, braten; φασήλους φῶγε [[θᾶσσον]] Epicharm. bei Ath. II, 56 a; πεφωγμέναι ἰσχάδες Pherecrat. bei Ath. XIV, 653 a, nach Mein. aus Bachm. Anecd. 411, 8 für die vulg. πεφωσμέναι; Strab. 11, 13, 11 ἀπὸ ἀμυγδάλων φωχθέντων ἄρτους ποιοῦνται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1321.png Seite 1321]] perf. pass. πέφωγμαι, aor. pass. ἐφώχθην, rösten, braten; φασήλους φῶγε [[θᾶσσον]] Epicharm. bei Ath. II, 56 a; πεφωγμέναι ἰσχάδες Pherecrat. bei Ath. XIV, 653 a, nach Mein. aus Bachm. Anecd. 411, 8 für die vulg. πεφωσμέναι; Strab. 11, 13, 11 ἀπὸ ἀμυγδάλων φωχθέντων ἄρτους ποιοῦνται.
}}
{{ls
|lstext='''φώγω''': προστ. φῶγε Ἐπίχαρμ. 102 Ahr.· φώζω Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἱππ. 361. 3· καὶ φωγνύω ([[οὕτως]] ὁ Valck ἀντὶ φωγύνω) Σουΐδ.· ἀπαρ. φωγνύναι Εὐστ. 962. 50, Ἐτυμ. Μέγ.· Παθ., γ΄ ἑνικ. φώγνυται Διοσκ. 1. 80· ― ἀόρ. ἔφωξα Ἱππ. 639. 40· ― Παθ., ἀόρ. ἐφώχθην Διοσκ. 2. 119, πρβλ. 112· ― πρκμ. πέφωγμαι Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 2· πέφωσμαι Ἱππ. 887, 1229Η, Ἀθήν. 647C. Ὡς τὸ [[φρύγω]], «ξεροψήνω», Τουρκ. «καβουρδίζω», [[ξηραίνω]] εἰς τὸ πῦρ ἢ εἰς τὸν ἥλιον, ἴδε ἀνωτ.· ἰσχάδες πεφωγμέναι (διάφορ. γραφ. πεφρυγμέναι) Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Μeineke ἐν τόπῳ, κτλ. Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις, [[φώγανον]] φωγτός· πρβλ. Λατιν. foc-us, Ἀρχ. Σκανδ. bak-s Ἀρχ. Γερμ. bakh-u (bake), κλπ.
}}
}}