3,273,779
edits
(a) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] τό, = [[θύμος]], Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1224.png Seite 1224]] τό, = [[θύμος]], Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θύμον''': ῠ, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 48, Προβλ. 20. 20, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 3˙ πληθ. θύμα Εὔπολ. Αἰξίν 1. 5, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 4˙ γεν. θύμων Ἀριστοφ. Πλ. 283˙ [[ὡσαύτως]] [[θύμος]], ὁ, Διοσκ. 3. 44˙ θυμέων Ἀνθ. Π. 9. 226˙ - ὁ [[θύμος]], τὸ θυμάρι, Λατ. thymus. (Ἐκ τοῦ θύω, διὰ τὴν γλυκεῖαν [[αὐτοῦ]] ὀσμήν, ἢ [[διότι]] κατὰ πρῶτον ἐχρησιμοποιήθη πρὸς καῦσιν ἐπὶ τοῦ βωμοῦ). 2) [[μῖγμα]] θύμου, μέλιτος καὶ ὄξους, ἐν μεγίστῃ χρήσει παρὰ τοῖς πένησι τῶν Ἀθηναίων, Ἀριστοφ. Πλ. 253˙ [[ἔνθα]] ἄλλοι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸν νῦν ἐν πολλῇ χρήσει βολβόν, πρβλ. [[αὐτόθι]] 283, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 2, Θεόφρ. Χαρακτ. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[θύμον]]˙ τὸ [[σκόροδον]]», κατὰ δὲ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. «θύμους, οὓς οἱ κοινοὶ βολβοὺς ἢ ἀγριοκρόμμυά φασιν». ΙΙ. «πρὸς δὲ τῇ κεφαλῇ τῆς καρδίας [[ὄπισθεν]] κατὰ τὸν ἕβδομον σφόνδυλον ἔστι τις [[σάρξ]] ἀδένι ἐοικυῖα ἣ καλεῖται [[θύμος]]» [[Πολυδ]]. Β΄, 218, πρβλ. Γαλην. τ. 2. σ. 797, 16˙ [[ὡσαύτως]] καλεῖται [[σῦκον]]. 2) ἀδένες ἐν τοῖς μαστοῖς νεογνῶν ζῴων, τὰ «γλυκάδια» τῶν μόσχων, [[αὐτόθι]]. | |||
}} | }} |