νόμος: Difference between revisions

5,303 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_7_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0262.png Seite 262]] ὁ, eigtl. das Zugetheilte, was Einer in Gebrauch genommen, Gebrauch, Herkommen und das dadurch gesetzlich Gewordene, <b class="b2">Gesetz</b>, Verordnung; als Lesart Zenodots Odyss. 1, 3, πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω, s. Scholl.; Hes. O. 278. 390 Th. 66. 417; ἐν θεῶν νόμοις Pind. P. 2, 43, öfter; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς κρατύνει, Aesch. Prom. 150; νόμῳ πόλεως, Suppl. 383; Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Soph. O. C. 1384; οἳ τούσδ' ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους 477, öfter; übh. Vorschrift, Regel, φύλασσε [[πρῶτα]] μὲν νόμον τὸ μή 'πιθυμεῖν περισσὰ δρᾶν, Tr. 613; πειθαρχεῖν τοῖς δεδογμένοις νόμοις, Ar. Eccl. 762. Die Alten leiteten [[νόμος]], das Gesetz, von νέμειν ab, a suum cuique tribuendo, Cic. Legg. 1, 19. Κατὰ νόμους, den Gesetzen gemäß, Aesch. Suppl. 385; u. so in Prosa überall, οἱ κατὰ νόμον θεοί, Plat. Legg. X, 904 a, vgl. III, 684 a, wie παρὰ νόμον, wider das Gesetz, Aesch. Eum. 164; Plat. Tim. 83 e u. Folgde. In Athen hießen bes. Solon's Gesetze νόμοι, vgl. [[θεσμός]], u. die folgenden durch Volksbeschluß zum Gesetz erhobenen Bestimmungen; νόμοι καθεστῶτες, Ar. Nubb. 1382; κείμενος, Ran. 760; über die in Prosa gew. Verbindungen νόμον τίθεσθαι, λύειν u. ä. s. diese Verba; ὁ περὶ τὸν ἔρωτα [[νόμος]], Plat. Conv. 182 a; er setzt oft φύσει – νόμῳ einander entgegen, Prot. 337 c Menex. 245 d; vgl. Her. 4, 39 u. Arist. eth. 1, 3. – <b class="b2">Sitte, Brauch</b>; κατὰ νόμους ἀφικτόρων, Aesch. Suppl. 217; Κισσίας νόμοις πολεμιστρίας, Ch. 418; Soph. Ai. 544; Pind. vrbdt φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, N. 3, 53, der Gebrauch der mit weicher Hand aufzulegenden Heilmittel; – oft bei Her., ἐμίσγετό οἱ ού κατὰ νόμον, 1, 61; ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας [[νόμος]] ἐστί οἱ, 1, 90, öfter; ὁ τῶν Σκυθῶν [[νόμος]], der Scythen Brauch, Plat. Legg. VII, 795 a; νόμῳ καὶ ἔθει, Crat. 384 d; [[τετράποδος]] νόμον, v. l. νόμῳ, Phaedr. 250 e; Sp., οὐ γάρ τοι θήρεσσι [[νόμος]], Opp. Cyn. 3, 151; sprichwörtlich [[νόμος]] καὶ [[χώρα]], ländlich, sittlich, Zenob. 5, 25; – χειρῶν [[νόμος]], Faust- od. Gewaltrecht, Kriegsrecht, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι, d. i. handgemein werden, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, 8, 89; ἐν χειρῶν νόμῳ καταφθείρεσθαι, μεταλλάξαι u. ä. oft Pol. (vgl. [[χείρ]]). – In der musikalischen Kunstsprache bedeutet [[νόμος]] im Allgemeinen die Tonweise, Harmonie; νόμοι ᾠδῆς, H. h. Apoll. 20; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 935; ὀρθίοις ἐν νόμοις, Ag. 1124, wie Ar. Equ. 1276; κρεκτὸν γοήτων νόμον μεθήσομεν πόλει, Ch. 809; Ar. Pax 1160; νόμοι κιθαρῳδικοί, Ran. 1280; Ὀλύμπου, Equ. 9, öfter; ὥςπερ τοῦ τῆς Αθηναίας νόμου [[προαύλιον]], Plat. Crat. 417 e; κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς λεγομένων νόμων προοίμια, Legg. IV, 722 d; πολεμικοί, Thuc. 5, 69; καὶ ἅμα ἐχόρευον νόμῳ τινὶ ᾄδοντες, Xen. An. 5, 4, 17; Sp., wie Pol. 4, 20, 9; Arist. probl. 19, 28; nach Schol. Ar. Equ. 9 bes. οἱ εἰς θεοὺς ὕμνοι. Bes. hieß so eine mit dem Dithyrambus verwandte alte Liederart, die zur Cither od. Flöte einer Gottheit, bes. dem Apollo zu Ehren angestimmt wurde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0262.png Seite 262]] ὁ, eigtl. das Zugetheilte, was Einer in Gebrauch genommen, Gebrauch, Herkommen und das dadurch gesetzlich Gewordene, <b class="b2">Gesetz</b>, Verordnung; als Lesart Zenodots Odyss. 1, 3, πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω, s. Scholl.; Hes. O. 278. 390 Th. 66. 417; ἐν θεῶν νόμοις Pind. P. 2, 43, öfter; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς κρατύνει, Aesch. Prom. 150; νόμῳ πόλεως, Suppl. 383; Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Soph. O. C. 1384; οἳ τούσδ' ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους 477, öfter; übh. Vorschrift, Regel, φύλασσε [[πρῶτα]] μὲν νόμον τὸ μή 'πιθυμεῖν περισσὰ δρᾶν, Tr. 613; πειθαρχεῖν τοῖς δεδογμένοις νόμοις, Ar. Eccl. 762. Die Alten leiteten [[νόμος]], das Gesetz, von νέμειν ab, a suum cuique tribuendo, Cic. Legg. 1, 19. Κατὰ νόμους, den Gesetzen gemäß, Aesch. Suppl. 385; u. so in Prosa überall, οἱ κατὰ νόμον θεοί, Plat. Legg. X, 904 a, vgl. III, 684 a, wie παρὰ νόμον, wider das Gesetz, Aesch. Eum. 164; Plat. Tim. 83 e u. Folgde. In Athen hießen bes. Solon's Gesetze νόμοι, vgl. [[θεσμός]], u. die folgenden durch Volksbeschluß zum Gesetz erhobenen Bestimmungen; νόμοι καθεστῶτες, Ar. Nubb. 1382; κείμενος, Ran. 760; über die in Prosa gew. Verbindungen νόμον τίθεσθαι, λύειν u. ä. s. diese Verba; ὁ περὶ τὸν ἔρωτα [[νόμος]], Plat. Conv. 182 a; er setzt oft φύσει – νόμῳ einander entgegen, Prot. 337 c Menex. 245 d; vgl. Her. 4, 39 u. Arist. eth. 1, 3. – <b class="b2">Sitte, Brauch</b>; κατὰ νόμους ἀφικτόρων, Aesch. Suppl. 217; Κισσίας νόμοις πολεμιστρίας, Ch. 418; Soph. Ai. 544; Pind. vrbdt φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, N. 3, 53, der Gebrauch der mit weicher Hand aufzulegenden Heilmittel; – oft bei Her., ἐμίσγετό οἱ ού κατὰ νόμον, 1, 61; ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας [[νόμος]] ἐστί οἱ, 1, 90, öfter; ὁ τῶν Σκυθῶν [[νόμος]], der Scythen Brauch, Plat. Legg. VII, 795 a; νόμῳ καὶ ἔθει, Crat. 384 d; [[τετράποδος]] νόμον, v. l. νόμῳ, Phaedr. 250 e; Sp., οὐ γάρ τοι θήρεσσι [[νόμος]], Opp. Cyn. 3, 151; sprichwörtlich [[νόμος]] καὶ [[χώρα]], ländlich, sittlich, Zenob. 5, 25; – χειρῶν [[νόμος]], Faust- od. Gewaltrecht, Kriegsrecht, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι, d. i. handgemein werden, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσθαι, 8, 89; ἐν χειρῶν νόμῳ καταφθείρεσθαι, μεταλλάξαι u. ä. oft Pol. (vgl. [[χείρ]]). – In der musikalischen Kunstsprache bedeutet [[νόμος]] im Allgemeinen die Tonweise, Harmonie; νόμοι ᾠδῆς, H. h. Apoll. 20; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 935; ὀρθίοις ἐν νόμοις, Ag. 1124, wie Ar. Equ. 1276; κρεκτὸν γοήτων νόμον μεθήσομεν πόλει, Ch. 809; Ar. Pax 1160; νόμοι κιθαρῳδικοί, Ran. 1280; Ὀλύμπου, Equ. 9, öfter; ὥςπερ τοῦ τῆς Αθηναίας νόμου [[προαύλιον]], Plat. Crat. 417 e; κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς λεγομένων νόμων προοίμια, Legg. IV, 722 d; πολεμικοί, Thuc. 5, 69; καὶ ἅμα ἐχόρευον νόμῳ τινὶ ᾄδοντες, Xen. An. 5, 4, 17; Sp., wie Pol. 4, 20, 9; Arist. probl. 19, 28; nach Schol. Ar. Equ. 9 bes. οἱ εἰς θεοὺς ὕμνοι. Bes. hieß so eine mit dem Dithyrambus verwandte alte Liederart, die zur Cither od. Flöte einer Gottheit, bes. dem Apollo zu Ehren angestimmt wurde.
}}
{{ls
|lstext='''νόμος''': ([[νέμω]]) [[κυρίως]] πᾶν ὅ,τι ἔχει ἀπονεμηθῇ ἢ δοθῇ κατ’ ἀναλογίαν, πᾶν ὅ, τι κατέχει τις ἢ μεταχειρίζεται, πρῶτον πάρ’ Ἡσ. (ὅτι ἡ [[λέξις]] δὲν ὑπῆρχε παρ’ Ὁμήρ. ἦν γνωστὸν τῷ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπ. 2. 15, 3)· - [[ἐντεῦθεν]], 1) [[χρῆσις]], [[συνήθεια]], καὶ πᾶν ὅ,τι [[ἕνεκα]] τούτων γίνεται [[νόμος]], Λατ. institutum, Μοῦσαι... μέλπονται· πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ Ἡσ. Θ. 66· [[νόμος]] πάντων [[βασιλεύς]], ἡ [[συνήθεια]], τὸ ἔθιμον [[εἶναι]] τὸ ἀνώτατον πάντων, Πίνδ. παρ’ Ἡροδ. 3. 38, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 337D· τόνδε.. νόμον διέταξε [[Κρονίων]]... θηρσί... ἐσθέμεν ἀλλήλους Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· ἄφθογγον [[εἶναι]] τὸν παλαμναῖον [[νόμος]] [ἐστι] Αἰσχύλ. Εὐμ. 448· νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρὶ Σοφ. Τρ. 1177· - [[μετὰ]] προθέσ., κατὰ νόμον, κατ’ [[ἔθος]], ἢ νόμον, Ἡσ. Θ. 417, Ἡρόδ. 1. 61, καὶ Ἀττ. ποιητ., κὰν νόμον Πινδ. Ο. 8. 103· οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί, οἱ καθιερωμένοι, νόμιμοι θεοί, Πλάτ. Νόμ. 904Α· οὕτω, κατὰ νόμους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241· - παρὰ νόμον, νόμους, [[ἐναντίον]] τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 164, Πλάτ. Τίμ. 83Ε, κτλ.· - ἐν Πανελλάνων νόμῳ, κατὰ συνήθειαν τῶν..., Πινδ. Ι. 2. 56· ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ, κατὰ τὴν Ἀδράστειον νομοθέτησιν, δηλ. ἐν Νεμέᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 52, πρβλ. 8 ἐν τέλ.· - οὕτω κατὰ δοτ. νόμῳ, κατ’ [[ἔθος]], κατὰ συνθήκην, κατὰ κοινὴν συναίνεσιν, ἀντίθ. τῷ φύσει, Ἡρόδ. 4. 39, Ἀριστ. 1. 3, 2, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 231Ε· - ὅσον νόμου [[χάριν]], Λατ. dicis causâ, [[χάριν]] τοῦ τύπου, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 14. β) ἐν Ἀθήναις νόμοι ἐκαλοῦντο [[κυρίως]] οἱ τοῦ Σόλωνος· οἱ δὲ τοῦ Δράκοντος ὠνομάζοντο θεσμοὶ (τὸ παρ’ Ὁμήρῳ θέμιστες)· ἀκολούθως [[καθόλου]] πᾶς [[νόμος]], [[ἀπόφασις]], [[διαταγή]], (ἴδε ἐν λ. [[ψήφισμα]])· νόμον τιθέναι καὶ τίθεσθαι, ἴδε ἐν λ. [[τίθημι]] Α. ΙΙΙ. 2. 2) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., οὗτός τοι πεδίων πέλεται [[νόμος]], «[[οὗτος]] τῆς γεωργίας [[νόμος]] ἐστὶν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 120, Ν. 3. 96· ἔργων..., ὧν νόμοι πρόκεινται Σοφ. Ο. Τ. 865· - ἐν χειρῶν νόμῳ, διὰ τοῦ νόμου τῆς ἰσχύος, διὰ τῆς βίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δίκης νόμῳ· - ἐν χειρῶν νόμῳ διαφθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι ἢ πίπτειν, ἀποθνήσκειν ἐν τῇ συμπλοκῇ, ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 8. 89, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πολυβ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, ἐν πραγματικῷ πολέμῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 4· [[ὡσαύτως]] ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, Ἡρόδ. 9. 48. ΙΙ. μουσικὸς [[ῥυθμός]], [[ἦχος]], Αἰσχύλ. Πρ. 575, Θήβ. 954, Χο. 823, Πλάτ., κτλ.· νόμοι κιθαρῳδικοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· [[ἀηδόνιος]] ν. [[αὐτόθι]] 684. 2) ἰδίως παλαιὸν [[εἶδος]] ᾆσματος ἢ ᾠδῆς συγγενὲς τῷ διθυράμβῳ καὶ [[ἄνευ]] τινὸς ἀντιστροφῆς, Ἀριστ. Προβλ. 19. 15, πρβλ. Πλούτ. 2. 1133D κἑξ.· ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διθυραμβικά, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 13· ᾔδετο τὸ τοιοῦτον ᾆσμα κατ’ ἰδιαίτερον τρόπον πρὸς λύραν ἢ αὐλὸν πρὸς τιμὴν θεοῦ τινος, συνήθως τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 24, ἴδε ἐν λ. [[ὄρθιος]] ΙΙ. 2)· οὕτω, [[νόμος]] [[ἵππειος]] Πινδ. Ο. 1. 163· ὁ Βοιώτιος ν. Σοφ. Ἀποσπ. 858· νόμοι πολεμικοί, [[μέλη]] πολεμ., Θουκ. 5. 69· μεταφ., θροεῖς τοὺς Ἅιδου ν. Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙΙ. = νοῦμμος, ὃ ἴδε.
}}
}}