θάπτω: Difference between revisions

2,457 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_6b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] perf. τέταφα u. aor. pass. ἐτάφην, ταφήσει, Eur. Troad. 448; auch ἐθάφθην, Her. 2, 81. 7, 228; perf. τέθαμμαι, Plat. Crat. 400 c; τεθάφθω, Luc. D. Har. 9, 1; einen Leichnam bestatten, Hom. u. Folgde; den Leichnam verbrennen, Od. 12, 12. 24, 417 Il. 21, 323; dah. auch πυρὶ θάπτειν, Iac. A. P. p. 445; die in Aschenkrügen gesammelten Gebeine beisetzen, beerdigen, begraben, Od. 11, 52; Hes. Sc. 472; auch den Leichnam selbst beerdigen, u. dies ist der gewöhnl. Gebrauch, Ἐτεοκλέα θάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς, Aesch. Spt. 999 u. öfter; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι Ch. 361; ταφείς Spt. 1012; Soph. öfter, auch τεθάψεται, Ai. 577. 1141; [[τεθάφαται]], sie sind beerdigt worden, Her. 6, 103, auch τετάφαται geschr.; Thuc. u. Folgde überall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1187.png Seite 1187]] perf. τέταφα u. aor. pass. ἐτάφην, ταφήσει, Eur. Troad. 448; auch ἐθάφθην, Her. 2, 81. 7, 228; perf. τέθαμμαι, Plat. Crat. 400 c; τεθάφθω, Luc. D. Har. 9, 1; einen Leichnam bestatten, Hom. u. Folgde; den Leichnam verbrennen, Od. 12, 12. 24, 417 Il. 21, 323; dah. auch πυρὶ θάπτειν, Iac. A. P. p. 445; die in Aschenkrügen gesammelten Gebeine beisetzen, beerdigen, begraben, Od. 11, 52; Hes. Sc. 472; auch den Leichnam selbst beerdigen, u. dies ist der gewöhnl. Gebrauch, Ἐτεοκλέα θάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς, Aesch. Spt. 999 u. öfter; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι Ch. 361; ταφείς Spt. 1012; Soph. öfter, auch τεθάψεται, Ai. 577. 1141; [[τεθάφαται]], sie sind beerdigt worden, Her. 6, 103, auch τετάφαται geschr.; Thuc. u. Folgde überall.
}}
{{ls
|lstext='''θάπτω''': (ἐκ τῆς √ΤΑΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ β΄ παθ. ἀορ. ἐν τῇ λέξει [[τάφος]], κτλ.), μέλλ. θάψω, ἀόρ. ἔθαψα. - Παθ., μέλλ. τᾰφήσομαι Εὐρ. Ἀλκ. 632, Λυσ. 134. 1· [[ὡσαύτως]] τεθάψομαι Σοφ. Αἴ. 577, 1141, Εὐρ.: ἀόρ. ἐθάφθην Σιμων. 170, Ἡρόδ. 2. 81., 7. 228· συχνότερον ἐτάφην ᾰ ὁ αὐτ. 3. 10, 55, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., μετοχ. ἐνθαφεὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839· - πρκμ. τέθαμμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. [[τεθάφαται]] Ἡρόδ. 6. 103· προστ. τεθάφθω Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 9. 1· ἀπαρ. τεθάφθαι ([[οὕτως]] ὁ Ahr. ἀντὶ τέθαψαι) Αἰσχύλ. Χο. 366, Λυκοῦργ. 164. 7, τετάφθαι Πλούτ. 2. 265Α· ὑπερσ. παθ. ἐτέθαπτο Ὀδ. Λ. 52, Ἡρόδ. Τελῶ τὰ ὕστατα πρὸς τὸν νεκρὸν καθήκοντα, τιμῶ αὐτὸν μὲ ἐπικηδείους τελετάς, [[ἐνταφιάζω]], ὅτε μιν θάπτουσιν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Φ. 323, πρβλ. Ὀδ. Μ. 12, Ω. 417, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 472· τοῦ θάπτειν ἦσαν δύο τρόποι, τὸ κάειν (καίειν) καὶ τὸ κατορύττειν: - καὶ μὴ ὁρῶν μου τὸ [[σῶμα]] ἢ καόμενον ἢ κατορυττόμενον ἀγανακτῇ Πλάτ. Φαίδ. 1150, πρβλ. Ὀδ. Λ. 74 (με [[κακκῆαι]] σὺν τεύχεσι) πρὸς τὸν στίχ. 52 (οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός)· θάπτειν... γῆς φίλαις κατασκαφαῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1008, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 543 κἑξ.· θ. ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Θουκ. 8. 84· θ. ἐξ οἰκίας, [[ἐκφέρω]] ἐκ τῆς οἰκίας καὶ [[κηδεύω]], Ἰσαῖ. 71. 13· καταλείψει [[μηδὲ]] ταφῆναι, [[μηδὲ]] τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας, Ἀριστοφ. Πλ. 556· τῷ δ’ [[εἶναι]] [[μηδὲ]] ταφῆναι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591· πρβλ. [[ἐντάφιος]]· - πυρὶ θάπτειν = καίειν, Πλούτ. 2. 286Ε, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 223.
}}
}}