θέρω: Difference between revisions

2,223 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_6b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch [[ἕλκος]], Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' [[ἐπεί]] κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ [[πέτρα]] θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, [[ὁπόταν]] ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος [[ἐνίοτε]] ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1202.png Seite 1202]] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch [[ἕλκος]], Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' [[ἐπεί]] κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ [[πέτρα]] θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, [[ὁπόταν]] ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος [[ἐνίοτε]] ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.
}}
{{ls
|lstext='''θέρω''': (ἴδε ἐν τέλ.), [[θερμαίνω]], ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312˙ θέρων [[ἕλκος]] = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, [[μετὰ]] Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507˙ ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] καὶ παρὰ πεζοῖς), [[γίνομαι]] [[ζεστός]], [[θερμός]], θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, [[φόως]] [[ἔμεν]] ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507˙ ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953˙ [[ὁπόταν]]... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6˙ θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2˙ θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26˙ παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, [[μήπως]] καῇ διὰ [[πυρός]], Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω ([[ὡσαύτως]] [[ἴσως]] θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)˙ πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)˙ Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ [[ἴσως]] fer-vo, ferveo, febris Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)˙ Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.)
}}
}}