περίκειμαι: Difference between revisions

6_5
(13_7_1)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κεῖμαι]]), 1) rings umher oder herumliegen, herumgelegt, gefügt sein, wie ein perf. pass. zu [[περιτίθημι]], τινί; [[τόξον]] αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο, Od. 21, 54, der ihn umgab; εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον [[υἱόν]], über den Patroklus hingestreckt liegend, ihn umfaßt haltend, Il. 19, 4; u. absolut, [[τεῖχος]] περίκειται, die Mauer liegt rund herum, Hes. Th. 733; οἷς [[στέφανος]] περίκειται, die umkränzt sind, Pind. Ol. 8, 76; αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις, von dem goldenen Kleide der Göttinn, Thuc. 2, 13. – Uebertr., οὔ τί μοι περίκειται, Il. 9, 321, = περίεστι, d. i. ich habe keinen Nutzen davon. – 2) umgeben sein, um sich oder an sich haben, περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι, Her. 1, 171; auch περικείμενος ὕβριν, Theocr. 23, 14; περικείμενος τὴν πτέρυγα, Luc. Icarom. 14, vgl. Pisc. 33; auch περικείμενος [[προσωπεῖον]], Nigr. 11; στεφάνους περικείμενοι, bekränzt, Plut. Arat. 17; übertr. κηλὶς αὐτῷ περίκειται, Dio 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0579.png Seite 579]] (s. [[κεῖμαι]]), 1) rings umher oder herumliegen, herumgelegt, gefügt sein, wie ein perf. pass. zu [[περιτίθημι]], τινί; [[τόξον]] αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο, Od. 21, 54, der ihn umgab; εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον [[υἱόν]], über den Patroklus hingestreckt liegend, ihn umfaßt haltend, Il. 19, 4; u. absolut, [[τεῖχος]] περίκειται, die Mauer liegt rund herum, Hes. Th. 733; οἷς [[στέφανος]] περίκειται, die umkränzt sind, Pind. Ol. 8, 76; αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς περικειμένοις χρυσίοις, von dem goldenen Kleide der Göttinn, Thuc. 2, 13. – Uebertr., οὔ τί μοι περίκειται, Il. 9, 321, = περίεστι, d. i. ich habe keinen Nutzen davon. – 2) umgeben sein, um sich oder an sich haben, περικείμενοι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι, Her. 1, 171; auch περικείμενος ὕβριν, Theocr. 23, 14; περικείμενος τὴν πτέρυγα, Luc. Icarom. 14, vgl. Pisc. 33; auch περικείμενος [[προσωπεῖον]], Nigr. 11; στεφάνους περικείμενοι, bekränzt, Plut. Arat. 17; übertr. κηλὶς αὐτῷ περίκειται, Dio 56.
}}
{{ls
|lstext='''περίκειμαι''': ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· -ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρακατατίθημι, [[κεῖμαι]] τινα περιβάλλων αὐτὸν [[πανταχόθεν]], εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον [[υἱόν]], κείμενον καὶ ἔχων τοὺς [[ἑαυτοῦ]] βραχίονας περὶ τὸν Πάτρ., Ἰλ. Τ. 4· γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο, ὑπῆρχε [[θήκη]] [[πέριξ]] τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ. 54· οἷς [[στέφανος]] περίκειται Πινδ. Ο. 8. 100· π. τινὶ [[σχῆμα]] καὶ [[ὄνομα]] τῆς βασιλείας Ἡρῳδιαν. 6. 1· π. τινὶ [[κηλὶς]] Πλουτ. Δίων 56· μετ’ αἰτ., σφέας εὐδίη περικέεται Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 3· -ἀπολ., [[τεῖχος]] περίκειται Ἡσ. Θεογ. 733· τὰ περικείμενα χρυσία, πλάκες χρυσοῦ ἐπιτεθειμέναι (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐλέφαντος ἀγάλματος), Θουκ. 2. 13 ὁ κημὸς περίκειται Ξεν. Ἱππ. 5. 3. 2) μεταφορ., οὔ τι μοι περίκειται, δὲν ὑπάρχει [[ὠφέλεια]] εἰς ἐμέ, οὐδὲν πρὸς ἐμέ, Ἰλ. Ι. 321· ὡς τὸ οὔ τι περιττὸν ἢ πλέον ἔχω. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔχω περὶ ἐμαυτόν, φορῶ, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., περικείμενοι [τελαμῶνα] περὶ τοῖσι αὐχέσι Ἡρόδ. 1. 171· οὕτω, τιάρας περ. Στράβ. 733· στεφάνους Πλουτ. Ἄρατ. 17· πτέρυγα, [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ἰκαρομέν. 14, Νιγρῖν. 11· π. στρατιωτικὴν δύναμιν, περιβεβλημένος.., Πλουτ. Πομπ. 51· π. ὕβριν, περιβεβλημένος ἀλαζονείαν, Θεόκρ. 23. 14· πρβλ. [[ἐπιέννυμι]]· -σπανίως ἐν ἄλλαις ἐγκλίσεσι, περίκεισο ἄνθεα, ἔχε [[ἄνθη]] περὶ σεαυτόν, Ἀνθ. Π. 11. 38· περιέκειτο [[ξίφος]], [[σχῆμα]] βασιλικὸν Ἡρῳδιαν. 3. 5., 5. 4· τὴν ἅλυσιν ταύτην π. Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 20.
}}
}}