σπουδή: Difference between revisions

7,313 bytes added ,  5 August 2017
6_9
(13_7_3)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] ἡ, <b class="b2">Eile</b>, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; [[ὅκως]] αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) <b class="b2">Eifer</b>, Thätigkeit, Anstrengung; [[ἄτερ]] σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; [[ἀμφί]] τι σπουδὴν [[θέμεν]], Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι [[καίριος]] σπουδὴ [[ὕπνον]] κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου [[χάριν]] σπουδὴν ἔθου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῦσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασθαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασθαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) <b class="b2">Ernst</b>, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῦτον (μῦθον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; [[μετά]] τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς [[χάριν]], ἀλλὰ παιδιᾶς [[ἕνεκα]] πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; [[ἀνάπαυλα]] τῆς σπουδῆς γίγνεται [[ἐνίοτε]] ἡ [[παιδιά]], Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ [[βουλῆς]] ἀγαθῆς φημι τὰ παρόντα προσδεῖσθαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῦτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in <b class="b2">Eile</b>, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit <b class="b2">Mühe, kaum</b>, σπουδῇ δ' ἕζετο [[λαός]], Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ [[πολλῇ]] ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit <b class="b2">Absicht</b>, ernstlich, [[πάνυ]] σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0925.png Seite 925]] ἡ, <b class="b2">Eile</b>, Hast, Geschwindigkeit; σπουδὴν ἔχειν, eilen, absolut, Ar. Lys. 288 Her. 9, 89; c. inf., 6, 120. 7, 205; [[ὅκως]] αὐτὸν ὁρέωσι σπουδῆς ἔχοντα, 9, 66; συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, Pind. Ol. 11, 97, σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ' οὐκ ἀπαρτίζει ποδός, Aesch. Spt. 356. Dah. – 1) <b class="b2">Eifer</b>, Thätigkeit, Anstrengung; [[ἄτερ]] σπουδῆς, ohne Mühe, Od. 21, 409; [[ἀμφί]] τι σπουδὴν [[θέμεν]], Pind. P. 4, 276, allen Eifer darauf verwenden; σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ ἁλοῦσα, Aesch. Spt. 567; ἥ τοι [[καίριος]] σπουδὴ [[ὕπνον]] κἀνάπαυλαν ἤγαγεν, Soph. Phil. 633; ὅτου [[χάριν]] σπουδὴν ἔθου τήνδε, Ai. 13; ἀκοῦσαι σπουδὴν ἔχεις, Eur. Phoen. 908; Or. 1056; τῶν προκειμένων σπουδὴν ἔχοντες, I. T. 1434; διὰ σπουδῆς, eilig, Bacch. 212; σπουδὴν ποιεῖν τι, Ar. Ran. 523; σπ ουδὴν πολλὴν ἔχειν, ποιήσασθαι, sich anstrengen, sich bemühen, Her. 9, 8; μεγάλης ἄξιον σπουδῆς λόγον, Plat. Phaedr. 277 e; Legg. VIII, 834 b u öfter; σπουδὴν μεγάλην ἐποιήσαντο, μὴ μηδίσαι Ἀθηναίους, Her. 9, 8, vgl. 7, 149; σπουδήν τινος ποιήσασθαι, für Einen mit Eifer Sorge tragen, 1, 4. – 2) <b class="b2">Ernst</b>, ernste Willensmeinung; εἰ δ' ἐτεὸν δὴ τοῦτον (μῦθον) ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις, Il. 12, 233, vgl. 7, 359, in vollem Ernst; auch plur., σπουδαὶ λόγων, Eur. Hec. 132; [[μετά]] τε παιδιᾶς καὶ μετὰ σπουδῆς λεγομένους, Plat. Legg. X, 887 d, wie Conv. 197 e; οὐ σπουδῆς [[χάριν]], ἀλλὰ παιδιᾶς [[ἕνεκα]] πάντα δρᾶται, Polit. 288 c; [[ἀνάπαυλα]] τῆς σπουδῆς γίγνεται [[ἐνίοτε]] ἡ [[παιδιά]], Phil. 30 e; οἱ μὲν ἐπὶ σπουδήν, οἱ δ' ἐπὶ γέλωτα ὡρμηκότες, Legg. VII, 810 e; σπουδῆς πολλῆς καὶ [[βουλῆς]] ἀγαθῆς φημι τὰ παρόντα προσδεῖσθαι, Dem. 9, 46; ἅπασά μοι σπουδὴ περὶ τοῦτ' ἔστιν, 23, 1; σπουδὴν ποιεῖσθαι [[περί]] τι, Pol. 1, 46, 2. – Schätzung, Beachtung einer Sache, Bemühung oder Bewerbung um Etwas, σπουδῆς ἄξιον εἶναι, der Beachtung, Bemühung werth sein; σπουδὴν ἔχειν τινός, für Etwas sorgen, Ael. V. H. 3, 8; ambitus, Plut. Lucull. 27; διὰ τὴν ἐμην σπουδήν, aus Eifer, Rücksicht für mich, Antiph. 6, 41. – Bes. σπ ουδῇ adverbial; in <b class="b2">Eile</b>, in Hast, σπουδῇ δ' ἐς λιμένα προερέσσαμεν, Od. 13, 279, vgl. 15, 209, welche letztere Stelle nach Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116 die einzige im Homer ist, an der σπ ουδῇ »schnell« heißt; σπουδῇ ἦγε, Her. 9, 1; σπουδῇ διώκων, Aesch. Spt. 353; vgl. ἔρχεται σπουδῇ ποδός, Eur. Hec. 216; τί με καλεῖς σπουδῇ, Phoen. 856; Plut. En. VII, 348 e: vgl. Jac. Ach. Tat. p. 586; ähnl. διὰ σπουδῆς, Eur. Bacch. 222, Xen. Hell. 6, 2, 16, u. κατὰ σπ ουδήν, Thuc 2. 90, Xen. An. 7, 6. 28; – auch = mir Eifer. mit Anstrengung, mit <b class="b2">Mühe, kaum</b>, σπουδῇ δ' ἕζετο [[λαός]], Il. 2, 99; σπουδῇ ἐπαΐσσοντα, 13, 687, vgl. 5, 893. 11, 562. 23, 37 Od. 24, 119; σπουδῇ [[πολλῇ]] ἐργάζεται, Her. 1, 88, u. = mit Fleiß, mit <b class="b2">Absicht</b>, ernstlich, [[πάνυ]] σπουδῇ, Dem. Lpt. 105, vgl. Wolf p. 321; oft Thuc. u. Plat.; Phaedr. 260 b; σπουδῇ χαριεντίζεται, geflissentlich, Apol. 24 c; πάσῃ σπουδῇ μανθάνειν, mit allem Eifer, Legg. XII, 952 a; so auch σὺν σπουδῇ, VII, 818 c; vgl. Xen. An. 1, 8, 4; σπουδῇ λέγειν, im Ggstz von παίζειν, Cyr. 8, 3, 47; Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''σπουδή''': ἡ, ([[σπεύδω]]) τὸ σπεύδειν, «βία», ταχύτης, σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπεύδειν, Ἡρόδ. 9. 89., 3. 4, Θουκ. 4. 30· σπ. τῆς ὁδοῦ, [[σπεύδω]] εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, ὁ αὐτ. 7. 77· σπ. τίθεσθαι Σοφ. Αἴ. 13, πρβλ. Ἀποσπ. 235· [[ὅκως]] σπουδῆς ἔχει τις, [[μετὰ]] τὴν σπουδὴν ἣν δεικνύει τις, Ἡρόδ. 9. 66· -[[χωρίον]] …, οἷ σπουδὴν ἔχω, πρὸς ὃ [[σπεύδω]], Ἀριστοφ. Λυσ. 288· -σπουδῇ, [[ἐσπευσμένως]], [[μετὰ]] σπουδῆς, ἴδε κατωτ. IV· οὕτω, σὺν σπουδῇ ταχὺς Σοφ. Φιλ. 1223· διὰ σπουδῆς Εὐρ. Βάκχ. 212, Ξεν., κλπ. ἐκ σπουδῆς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 86· [[μετὰ]] σπουδῆς Ἡρῳδιαν. 6. 4, κτλ.· κατὰ σπουδὴν Θουκ. 1. 93., 2. 90, Ξεν., κλπ· (ἀλλ’ ἐκ τῆς σημασίας ταύτης [[συχνάκις]] μεταπίπτει εἰς τὴν ἑπομένην). ΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[προσπάθεια]], [[δραστηριότης]], ἄτερ σπουδῆς Ὀδ. Φ. 409· σῆς ὑπὸ σπουδῆς Αἰσχύλ. Θήβ. 585· σπουδῆς [[ἄξιος]] Σοφ. Ο. Τ. 778, Πλάτ. Πολ. 604C, κτλ.· [[συχν]]. [[μετὰ]] δοτικ., σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[μετὰ]] ζήλου, προθύμως, ἴδε κατωτ. IV. 2· -οὕτω, σὺν σπουδῇ Πλάτ. Νόμ. 818C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 4· ἐπὶ [[μεγάλης]] σπ. Πλάτ. Συμπ. 192C· [[μετὰ]] πολλῆς σπ. ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 175Ε· -σπουδὴν ποιεῖσθαι, μετ’ ἀπαρ., [[σπουδάζω]], ἐπιμελοῦμαι νά …, Ἡρόδ. 7. 205· πολλὴν σπ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 6. 107· σπ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Πλάτ. Συμπ. 177C, κτλ.˙ [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 179D [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., σπουδήν τινος ποιήσασθαι, ἐπιδείκνυμι πολλὴν προθυμίαν [[περί]] τι, Ἡρόδ. 1. 4˙ σπ. Λόγων κατατεινομένων, [[ζῆλος]] διὰ τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, [[προθυμία]] πρὸς συζήτησιν, Εὐρ. Ἑκάβ. 132˙ σπ. ἐπί τινι Λουκ. π. Ὀρχ. 1˙ [[πρός]] τι Διόδ. 17. 114˙ - οὕτω, σπ. Τιθέναι [[ἀμφί]] τινος Πινδ. Π. 4. 492˙ σπ. Θέσθαι [[χάριν]] τινὸς Σοφ. Αἴ. 13˙ - σπ. ἔχειν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 6. 120, πρβλ. 7. 149˙ σπ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 778, 1014˙ [[περί]] τινος Πλάτ. Ἀντεραστ. 136C εἴς τι Εὐρ. Μήδ. 557˙ [[ὅπως]] τι γένηται Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22˙ - σπ. Γίγνεται [[περί]] τι Πλάτ. Φαῖδρ. 276 Ε˙ σπ. ἐστι [[περί]] τινος Δημ. 90. 10˙ σπουδῆς καὶ βουλῆς προσδεῖσθαι Δημ. 123. 3˙ - ἡ σπ. τῆς ἀπίξιος, ἡ [[προθυμία]] μου εἰς τὸ νὰ ἔλθω, Ἡρόδ. 5. 49˙ σπουδῇ ὅπλων, [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσοχῆς εἰς τὰ ὅπλα, Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 855D ἐρώτων [[αὐτόθι]] 632 Α˙ σπ. πλήθους γεννημάτων, [[προθυμία]] διὰ ..., [[αὐτόθι]] 740D - ἐν τῷ πληθ., [[μετὰ]] ζήλου προσπάθειαι, Ἡρόδ. 5. 5, Εὐρ. Ἴων 1061, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4. 2) [[ἐκτίμησις]] [[πρός]] τινα, [[σεβασμός]], διὰ τὴν ἐμὴν σπ. Ἀντιφῶν 146. 13˙ [[πάνυ]] πολλῆς σπ. [[ἄξιος]] Ξεν. Συμπ. 1, 6˙ - ἐν τῷ πληθ., φατριαστικὰ αἰσθήματα καὶ συμπάθειαι, ἀντιζηλίαι, σπ. ἰσχυραὶ φίλων [[περί]] τινος. Ἡρόδ. 5. 5˙ κατὰ σπουδὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8˙ σπουδαὶ ἐρώτων Πλάτ. Νόμ. 632 Α˙ - [[μάλιστα]] δὲ [[σπουδαρχία]], Λατ. ambitus, Πλουτ. Λούκουλλ. 42, Κράσς. 7. 3) φιλονικία, [[συζήτησις]], Φιλόστρ. 167, 252. ΙΙΙ. [[ζῆλος]], [[προθυμία]], [[σοβαρότης]], σπουδὴν ἔχειν, ποιεῖσθαι, = σπουδάζειν, Εὐρ. Φοίν. 901, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522˙ σπουδῆς μὲν μεστοί, γέλωτος δὲ ἐνδεέστεροι Ξεν. Συμπ. 1, 13˙ - [[συχν]]. [[μετὰ]] προθέσ., ἐν ἐπιρρημ. σημασίᾳ, ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύειν, [[μετὰ]] σπουδῆς, σπουδαίως, [[μετὰ]] σπουδαιότητος, σπουδάζων, Ἰλ. Ζ. 359, Μ. 233˙ - [[μετὰ]] σπουδῆς, ἀντίθετον τῷ ἐν παιδιαῖς, Ξεν. Συμπ. 1, 1˙ μετά τε παιδιᾶς καὶ [[μετὰ]] σπουδῆς Πλάτ. Νόμ. 887D οὐ σπουδῆς [[χάριν]] ἀλλὰ παιδιᾶς [[ἕνεκα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 288C, πρβλ. Συμπ. 197 Ε˙ χωρὶς σπουδῆς Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 2. 2) ἀντικείμενον προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, σπουδαία [[ἀσχολία]], σπουδὴν ἐπ’ [[ἄλλην]] [[Ἡρακλῆς]] ὁρμώμενος Εὐρ. Ἱκέτ. 1199˙ πληθ., ἔν τε παιδιαῖς καὶ ἐν ταῖς σπουδαῖς Πλάτ. Νόμ. 647D, πρβλ. 732D, κ. ἀλλ. IV. σπουδῇ, ὡς ἐπίρρ., ἐν σπουδῇ, [[μετὰ]] σπουδῆς, [[ἐσπευσμένως]], «βιαστικά», προερέσσαμεν Ὀδ. Ν. 279˙ ἀνάβαινε Ο. 209˙ στρατιὴν ἄγειν Ἡρόδ. 9. 1, κ. ἀλλ., πρβλ. 89˙ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., σπ. [[πάνυ]] Θουκ. 8. 89, κτλ.˙ σπουδῇ ποδὸς Εὐρ. Ἑκ. 216. 2) [[μετὰ]] [[μεγάλης]] προσπαθείας καὶ δυσκολίας, [[ὅθεν]], δυσκόλως, χαλεπῶς, [[σχεδόν]], [[μόλις]], σχεδὸν ὡς τὸ σχολῇ, Ἰλ. Β. 99, Ε. 893, Ὀδ. Γ. 297˙ σπ. παρπεπιθόντες Ἰλ. Ψ. 37, Ὀδ. Ω. 119. 3) σπουδαίως, σοβαρῶς, ἐπειγόντως, σπουδῇ καλεῖν τινα Εὐρ. Φοίν. 849˙ [[πλεῖν]] Θουκ. 3. 49˙ ἀκούειν Πλάτ. Πολ. 388D σπ. χαριεντίζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 24C [[πάνυ]] σπουδῇ, [[μετὰ]] προσοχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98Β˙ πολλῇ σπ., [[μετὰ]] πολλῆς ἀσχολίας, Ἡρόδ. 1. 88, Ξεν., κλ.˙ πάσῃ σπ. μανθάνειν Πλάτ. Νόμ. 752 Α, κτλ.
}}
}}