σοφίζω: Difference between revisions

4,875 bytes added ,  5 August 2017
6_20
(13_7_2)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] Einen geschickt machen, unterrichten, ihn klug und weise machen; im act. selten u. nur bei Sp., wie 2 Timoth. 3, 15, LXX.; – pass., [[οὔτε]] τι ναυτιλίης σεσοφισμένος, [[οὔτε]] τι [[νηῶν]], Hes. O. 649, der Schifffahrt nicht kundig; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, klug erwägen, Soph. Phil. 77, kann aktivisch und passivisch genommen werden; in andern Stellen zweifellos dep., = klug, verständig sein, reden und handeln, u. mit dem acc. der Sache, Etwas geschickt, künstlich ersinnen, verständig machen u. einrichten; aor. med. Aristoph. Av. 1401 χαρίεντα ἐσοφίσω καὶ σοφά; Eur. I. A. 744 Bacch. 200, wie Ar. Equ. 718; ἀλλότρια, 299; Her. 2, 66. 8, 27; σεσόφισμαι mit aktiv. Sinne 1, 80; οὐκ οἶδ', ἅττα σοφίζει, Plat. Gorg. 497 a; [[περί]] τι, Rep. VI, 509 d Polit. 299 b; im entschieden guten Sinne, τοιαῦτα καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα, Xen. Mem. 1, 2, 46; [[καί]] περ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, Dem. 29, 28, u. öfter; aor. med., ὁ σοφισάμενος πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον, Pol. 6, 58, 12, wie ein Sophist, listig sprechen und handeln; πρὸς τὸν νόμον, gegen das Gesetz listig handeln, es schlau umgehen, Plut. Dem. 27; a. Sp., μή με σοφίζου, täusche, überliste mich nicht, Flacc. 2 (XII, 25).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] Einen geschickt machen, unterrichten, ihn klug und weise machen; im act. selten u. nur bei Sp., wie 2 Timoth. 3, 15, LXX.; – pass., [[οὔτε]] τι ναυτιλίης σεσοφισμένος, [[οὔτε]] τι [[νηῶν]], Hes. O. 649, der Schifffahrt nicht kundig; ἀλλ' αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, klug erwägen, Soph. Phil. 77, kann aktivisch und passivisch genommen werden; in andern Stellen zweifellos dep., = klug, verständig sein, reden und handeln, u. mit dem acc. der Sache, Etwas geschickt, künstlich ersinnen, verständig machen u. einrichten; aor. med. Aristoph. Av. 1401 χαρίεντα ἐσοφίσω καὶ σοφά; Eur. I. A. 744 Bacch. 200, wie Ar. Equ. 718; ἀλλότρια, 299; Her. 2, 66. 8, 27; σεσόφισμαι mit aktiv. Sinne 1, 80; οὐκ οἶδ', ἅττα σοφίζει, Plat. Gorg. 497 a; [[περί]] τι, Rep. VI, 509 d Polit. 299 b; im entschieden guten Sinne, τοιαῦτα καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα, Xen. Mem. 1, 2, 46; [[καί]] περ οὕτω τούτου σεσοφισμένου, Dem. 29, 28, u. öfter; aor. med., ὁ σοφισάμενος πρὸς τὸ λῦσαι τὸν ὅρκον, Pol. 6, 58, 12, wie ein Sophist, listig sprechen und handeln; πρὸς τὸν νόμον, gegen das Gesetz listig handeln, es schlau umgehen, Plut. Dem. 27; a. Sp., μή με σοφίζου, täusche, überliste mich nicht, Flacc. 2 (XII, 25).
}}
{{ls
|lstext='''σοφίζω''': ποιῶ τινα σοφόν, [[ἐκπαιδεύω]], [[διδάσκω]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΘ΄, 7)· τινὰ εἴς τι Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. γ΄, 15. 2) Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[σοφός]], [[γίνομαι]] δεξιὸς ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τι, [[μετὰ]] γενικ. πράγμ., ναυτίλίης σεσοφισμένος, πεπειραμένος εἰς ναυτιλίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 647 (ὡς τὸ [[νηῶν]] πεπείρημα [[αὐτόθι]] 658)· οὕτω, σοφ. ἐν ὀνόμασι Ξεν. Κυν. 13, 6· - ἀπολ., ἐπιδιώκω σοφίαν, [[καλῶς]] διδάσκομαι, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 46· [[βέλτερος]] ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνὴρ Ψευδο-Φωκυλ. 130. 3) Μέσ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, [[μανθάνω]], τοιαῦτα ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2. 46· ἐσοφίσατο ὅτι.., ἔμαθεν, ἐπληροφορήθη ἢ ἐσκέφθη ὅτι.., Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Γ΄, 8). ΙΙ. σοφίζομαι. ὡς ἀποθ., [[μετὰ]] μέσ. ἀορ. καὶ παθ. πρκμ. (ἴδε κατ.), μηχανῶμαι τεχνάσματα εὐφυᾶ, εὐφυῶς ἢ δεξιῶς φέρομαι, Θέογν. 19, Εὐρ. Ι. Α. 744, Δημ. 303. 19, κτλ.· οὐδὲν σοφίζόμεσθα τοῖσι δαίμοσι, δὲν ἰσχυριζόμεθα περὶ τῶν θεῶν σοφιστικῶς ἢ [[μετὰ]] λεπτολογημάτων, Εὐρ. Βακχ. 200, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Elmsl.· - ἐπὶ ὁμιλίας, μεταχειρίζομαι σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα, σοφιστεύομαι, λεπτολογῶ, περὶ τὸ [[ὄνομα]] Πλάτ. Πολ. 509D, πρβλ. Πολιτικ. 299Β· σοφιζόμενος [[φάναι]], [[λέγω]] σοφιστικῶς, «ὀρθολογιστικῶς», ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 229C· [[καίπερ]] οὕτω τούτου σεσοφισμένου, ἂν καὶ οὕτω πανούργως προσηνέχθη, Δημ. 853. 5· σοφίσασθαι [[πρός]] τι, πανουργίαν μεταχειρίζομαι [[πρός]] τινα σκοπόν, Πολύβ. 6. 58, 12· οἱ ἰητροὶ σοφιζόμενοι ἔστιν οἳ ἁμαρτάνουσι, [[ὅταν]] εἰς λεπτὰ ζητήματα ἀσχολῶνται, Ἱππ. 750D· οἱ μυθικῶς σοφ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1, Δημ. 942. 26· σ. πρὸς τὸν νόμον, [[ὅπως]] ἐκφύγω αὐτόν, Πλουτ. Δημοσθ. 27. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., ἐπινοῶ τι [[μετὰ]] πανουργίας ἢ δεξιότητος, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 66., 8. 27· καινὰς ἰδέας σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 547· χαρίεντα καὶ σοφὰ ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1401· ἀλλότρια σ., ἀναμιγνύομαι εἰς τὰς πανουργίας ἄλλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 299· ὅσα.. σοφίζονται πρὸς τὸν δῆμον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 6· ἀλλ’ αὐτὸ τοῦτο δεῖ σοφισθῆναι, τοῦτο ἀκριβῶς [[εἶναι]] τὸ [[πρᾶγμα]] τὸ ὁποῖον πρέπει τις νὰ κερδήσῃ διὰ πανουργίας, Σοφ. Φιλ. 77· σοφ. [[οἶνον]] ἀπὸ τῶν φοινίκων, [[ἐξάγω]] νόθον [[οἶνον]], Φιλοστρ. 54· πορφύραν παρὰ τῆς κόχλου ὁ αὐτ. 744· -παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ παθητ., σεσοφισμένοι μῦθοι, πανούργως ἐπινοηθέντες, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 16· τὴν σεσοφισμένην μητέρα, τὴν ἀπατηθεῖσαν δι’ ὑποβολιμαίου τέκνου, Γρηγ. Νύσσ. 1. 171D. β) σ. τὴν ἀλήθειαν, σοφιστικῶς παραμορφώνω, [[κρύπτω]] καὶ [[παραλλάσσω]] διὰ σοφισμάτων τὴν ἀλήθειαν, Κλήμ. Ἀλ. 547· σ. νόμον, [[ἐκφεύγω]] διὰ τεχνάσματος, Φιλόστρ. 92, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41. γ) σ. τάς τρίχας, [[βάπτω]] αὐτάς, Κλήμ. Ἀλ. 262. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀπατῶ, μή με σοφίζου Ἀνθ. Π. 12. 25· οὕτω, σ. τὴν αἴσθησιν Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15, Ἡσύχ. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 476.
}}
}}