3,273,153
edits
(13_7_2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] τό, wie das lat. habitus, – a) <b class="b2">Haltung</b>, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; [[θηρός]], Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; [[τρίγωνον]], Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, [[σχῆμα]] μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ [[σχῆμα]] πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: [[σχῆμα]] πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς θεοῦ [[σχῆμα]] καὶ [[ἄγαλμα]], Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον [[σχῆμα]] δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν [[σχῆμα]] ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ [[σχῆμα]] φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ [[σχῆμα]], Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] τό, wie das lat. habitus, – a) <b class="b2">Haltung</b>, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; [[θηρός]], Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; [[τρίγωνον]], Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, [[σχῆμα]] μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ [[σχῆμα]] πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: [[σχῆμα]] πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς θεοῦ [[σχῆμα]] καὶ [[ἄγαλμα]], Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον [[σχῆμα]] δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν [[σχῆμα]] ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ [[σχῆμα]] φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ [[σχῆμα]], Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σχῆμα''': τό, (ἔχω, σχεῖν) ὡς τὸ Λατιν. habitus, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[σχῆμα]], ἡ [[μορφή]], [[σῶμα]], Εὐρ. Ἴων 238, Ἀριστοφ. Σφ. 1170, Πλάτ., κλπ.· καθ’ Ἡρακλέα τὸ σχ. καὶ τὸ λῆμ’ ἔχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 463· διερεισαμένη τὸ σχ. τῇ βακτηρίᾳ, «στηρίξασα τὸ [[σῶμα]] εἰς τὴν βακτηρίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 150· Ἱππομέδοντος σχ. καὶ [[μέγας]] [[τύπος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 488· ἀλλὰ παρὰ Τραγικ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[συχν]]. ὡς ἁπλῆ [[περίφρασις]], [[σχῆμα]] πέτρας = [[πέτρα]], Σοφ. Φιλ. 952· σχ. τέκνων Εὐρ. Μήδ. 1071· σχ. δόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 911, πρβλ. Ἑκάβ. 619· Ἀσιάτιδος γῆς σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, φωτὸς κακούργου σχήματ’ ἐκμιμούμενον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. Ἀντιόπ. 6· - τὸ [[σχῆμα]] καθ’ ὃ στρατεύματα παρατάσσονται, Ξεν. Ἀνάβ. 1.10, 10· μορφῆς [[σχῆμα]] ἢ σχήματα Εὐρ. Ἴων 992, Ι. Τ. 292· - νόσοι ἀπὸ σχημάτων, προξενούμενοι ἐξ ἰδιαζόντων σχηματισμῶν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17. 2) τὸ [[σχῆμα]], ἡ [[μορφή]], τὸ φαινόμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρᾶγμα]], τὴν πραγματικότητα, οὐδὲν [[ἄλλο]] [[πλήν]]... [[σχῆμα]], μόνον ἐξωτερικόν, Εὐρ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. 362. 27· - ἀκολούθως ὡς τὸ [[πρόσχημα]], ἦν δὲ τοῦτο... σχ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Θουκ. 8. 89· οὐ σχήμασιν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ Πλάτ. Ἐπιν. 989C· σχήματι ξενίας, ὑπὸ τὸ [[πρόσχημα]]... Πλούτ. Δίων 16, κλπ. 3) τὸ [[σχῆμα]], ἡ [[ἔκφρασις]], ὁ [[τρόπος]] προσώπου, Ἡρόδ. 1. 60· τύραννον σχ. ἔχειν Σοφ. Ἀντ. 1169· ἄφοβον σχ. δεικνύναι Ξεν. Κύρ. 6. 4, 20· ταπεινὸν σχ. [[αὐτόθι]] 5. 1, 5· ὑπηρέτου σχ. Δημ. 690. 21· τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. 537. 25· ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίσματι [[φαιδρός]], ταῖς χειρονομίαις, Ξεν. Ἀπολ. 27, πρβλ. Ἀπομν. 3. 10, 5· - [[μάλιστα]] ἐξωτερικὴ [[ἐπίδειξις]], [[πομπή]], τὸ τῆς ἀρχῆς σχ. Πλάτ. Νόμ. 685C· - [[ἀξίωμα]], [[τάξις]], βαθμός, οὐ κατὰ σχ. φέρειν τι, οὐχὶ κατὰ τὸ [[ἀξίωμα]], κατὰ τὴν τάξιν [[αὐτοῦ]], Πολύβ. 3. 85, 9, πρβλ. 5. 56, Πλούτ., κλπ.· - ἔχει τι [[σχῆμα]], μετ’ ἀπαρεμφ. ὑπάρχει τι τὸ ὁποῖον δύναται νὰ λεχθῇ [[περί]]..., Εὐρ. Τρῳ. 470, πρβλ. Ι. Τ. 983· - ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς παραστήματος ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 7, 10. 4) [[σχῆμα]], [[τρόπος]] πράγματός τινος, σχ. ζητήσιος Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· [[σχῆμα]] μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, [[τρόπος]] ἱματισμοῦ, Σοφ. Φιλ. 223 σχ. τοῦ κόσμου Εὐρ. Βάκχ. 832· σχ. βίου, μάχης ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1039, Φοιν. 252· τούτῳ... κατῴκουν τῷ σχήματι Πλάτ. Κριτί. 112D. β) ἀπολ., [[ἱματισμός]], [[περιβολή]], [[ὁπλισμός]], ἀρχαίῳ σχ. λαμπρὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1331· βαβαιὰξ τοῦ σχήματος! ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 64, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 4, Θεόκρ. 10. 35. 5) τὸ ἀναλαμβανόμενον [[πρόσωπον]], τὸ [[μέρος]] ὃ ὑποκρίνεταί τις, Λατιν. persona, partes, τὸ σχ. μεταβάλλειν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135D· πάντα σχ. ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 576Α· ἐν μητρὸς σχήματι, Λατιν. iu matris loco, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Ε, πρβλ. 859Α, Ἰσοκρ. 311Ε· ἀπολαβοῦσαι (αἱ κάμηλοι) [[πάλιν]] τὸ ἑαυτῶν [[σχῆμα]] ἐν τοῖς σκευοφόροις διάγουσι, ἀναλαβοῦσαι τὴν οἰκείαν αὐταῖς μορφὴν διάγουσιν ἐν τοῖς σκευοφόροις, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 49. 6) ἡ [[μορφή]], ὁ [[χαρακτήρ]], ἡ χαρακτηριστικὴ [[ἰδιότης]] πράγματός τινος, πόλεως Θουκ. 6. 89· πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 291D· βασιλείας σχ. ἔχειν, τὴν μορφὴν τῆς μοναρχίας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 4· σχ. λέξεως ἔμμετρον, μετρικὴ [[μορφή]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1· ([[ἀλλά]], τὰ σχ. τῆς λέξεως, οἱ τύποι οἱ ἐν χρήσει ἐν τῇ δραματικῇ ποιήσει, [[οἷον]] [[ἱκεσία]], ἀπειλή, [[προσταγή]], ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 19. 7)· τὰ σχ. τῆς κωμῳδίας, οἱ χαρακτηριστικοὶ τύποι αὐτῆς, [[αὐτόθι]] 4, 12· - ἐν σχήματι νόμου, ἐν εἴδει νόμου, Πλάτ. Νόμ. 718Β ἐν ἀπολογίας σχ. Ἰσοκρ. 311Ε· ἐν μύθου σχ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 19, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 22C. 7) [[σχῆμα]], [[τρόπος]] ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Σφ. 1485, Πλάτ. Νόμ. 669D· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σχήματα, χειρονομίαι καὶ στάσεις τοῦ σώματος, παντομιμικαὶ κινήσεις (πρβλ. [[σχημάτιον]]), Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ Πλουτ., Εὐρ. Κύκλ. 221, Ἀριστοφ. Εἰρ. 323, Ξεν., κλπ· σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7, 5· σχήμασι μιμεῖσθαι, ἴδε [[χρῶμα]] ΙΙ. 1· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ τῶν στάσεων τοῦ σώματος ἀθλητοῦ, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 183· - [[καθόλου]], [[στάσις]], [[θέσις]], [[σχῆμα]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 744, πρβλ. [[σχηματίζω]] ΙΙ. 3. β) ἐν τῇ μουσικῇ, ἐν... μουσικῇ καὶ σχήματα... καὶ [[μέλη]] ἔνεστι, μελῳδίαι καὶ τρόποι, Πλάτ. Νόμ. 655Α. γ) ἐν τῇ Ρητορικῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 536C, πρβλ. Κικ. Brul. 37, κλπ. δ) ἐν τῇ Λογικῇ, [[σχῆμα]] συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 22, κλπ. ε) τὸ σχ. τῆς λέξεως, ἥ τε γραμματικὴ μορφὴ προτάσεως, ὁ αὐτ. περὶ Σοφιστ. Ἐλέγχ. 4, 1. κλπ., καὶ ὁ ῥυθμικὸς αὐτῆς [[τύπος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 8, 1, κλπ. 8) γεωμετρικὸν [[σχῆμα]], ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 3, 5 κἑξ., κ. ἀλλ.· [[διάγραμμα]], σχέδιον, [[σχεδίασμα]], [[εἰκών]], [[σχῆμα]] πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 365C. | |||
}} | }} |