ἐξεταστικός: Difference between revisions

6_11
(13_5)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, [[μετὰ]] γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
}}
}}