πηλουργός: Difference between revisions

6_15
(c1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] in Thon, Lehm arbeitend, Sp., wie Luc. Prom. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] in Thon, Lehm arbeitend, Sp., wie Luc. Prom. 2.
}}
{{ls
|lstext='''πηλουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, [[κατεργάζομαι]] τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. [[πηλοεργίη]], ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.
}}
}}