σύγγονος: Difference between revisions

6_18
(13_5)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch [[ἑστία]], Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch [[αἷμα]] σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie [[συγγενής]], angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι [[πλέον]], Aesch. Ag. 858.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch [[ἑστία]], Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch [[αἷμα]] σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie [[συγγενής]], angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι [[πλέον]], Aesch. Ag. 858.
}}
{{ls
|lstext='''σύγγονος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ. = [[συγγενής]], [[σύμφυτος]], [[ἔμφυτος]] ἐκ γενετῆς, [[φυσικός]], [[ἀτρεμία]] Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, [[συγγενής]], Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. [[ἑστία]] Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἀδελφός]], [[ἀδελφή]], Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. [[ἐγχώριος]], ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, [[ὕδωρ]] Σοφ. Ἀποσπ. 758.
}}
}}