θήρα: Difference between revisions

2,457 bytes added ,  5 August 2017
6_23
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1208.png Seite 1208]] ἡ, ion. θήρη, die Jagd, das Jagen des Wildes, Il. 5,. 49 u. öfter, u. Folgde, ἡ περὶ θάλατταν θ. u. πτηνῶν Plat. Legg. VII, 822 d e, κυνηγέσια καὶ τὴν [[ἄλλην]] θήραν Legg. VI, 763 b; θήραν ποιεῖν Xen. Cyr. 1,.4, 14, ἐπὶ θήραν ἐξιέναι 1. 2, 9, öfter. – Auch wie bei uns für Jagdbeute, ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od. 9, 158, vgl. Aesch. Ch. 249, [[θήρα]] καλή, ein schöner Fang, von einem Menschen, Soph. Phil. 605; Eur. Bacch. 1142; Xen. Hell. 4, 1, 15; das Wild, Cyr. 2, 3, 25. – Uebertr., ἀνθρώπων, τῶν ἐρώντων, Plat. Soph. 222 c. δυσμενῶν θήραν ἔχων Soph. Ai. 561. Phil. 828 τόξων, übh. eifriges Streben, Trachten wonach, τοῦ ἡ[[δέος]], ἐπιστημῶν, Plat. Gorg. 500 d Theaet. 198 a; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1208.png Seite 1208]] ἡ, ion. θήρη, die Jagd, das Jagen des Wildes, Il. 5,. 49 u. öfter, u. Folgde, ἡ περὶ θάλατταν θ. u. πτηνῶν Plat. Legg. VII, 822 d e, κυνηγέσια καὶ τὴν [[ἄλλην]] θήραν Legg. VI, 763 b; θήραν ποιεῖν Xen. Cyr. 1,.4, 14, ἐπὶ θήραν ἐξιέναι 1. 2, 9, öfter. – Auch wie bei uns für Jagdbeute, ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od. 9, 158, vgl. Aesch. Ch. 249, [[θήρα]] καλή, ein schöner Fang, von einem Menschen, Soph. Phil. 605; Eur. Bacch. 1142; Xen. Hell. 4, 1, 15; das Wild, Cyr. 2, 3, 25. – Uebertr., ἀνθρώπων, τῶν ἐρώντων, Plat. Soph. 222 c. δυσμενῶν θήραν ἔχων Soph. Ai. 561. Phil. 828 τόξων, übh. eifriges Streben, Trachten wonach, τοῦ ἡ[[δέος]], ἐπιστημῶν, Plat. Gorg. 500 d Theaet. 198 a; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''θήρα''': Ἰων. θήρη, ἡ, [[κυνήγιον]] ἀγρίων ζώων, βὰν δ’ [[ἴμεν]] ἐς θήρην Ὀδ. Τ. 429, πρβλ. Ἰλ. Ε. 49· ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Ἡρόδ. 1. 37, 4. 114· ζώειν ἀπὸ τῆς θ. ὁ αὐτ. 4. 22· ζῆν ἀπὸ θήρας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 7· θήραν ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· ποιεῖσθαι Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 5, 11· τοῦ πτηνοῦ γένους θ. = ὀρνιθευτική, Πλάτ. Σοφ. 220Β· ἡ περὶ θάλατταν θ., [[ἁλιεία]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823 D, E· θ. ποιεῖσθαι ὀρτύγων Διόδ. 1. 60· [[καθόλου]], περιλαμβανομένης καὶ τῆς κυνηγεσίας, Πλάτ. ἐν Νόμ. 763Β· ἐν τῷ πληθ., εἰς τὰς θ. ἄγεσθαι, ἐπὶ ἀγρευτικῶν πτηνῶν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 1, 26. 2) μεταφ., ἐπιμελὴς ἐπιδίωξις παντὸς πράγματος, θήραν… ἔχομεν τόξων = θηρῶμεν τὰ τόξα Σοφ. Φ. 840· δυσμενῶν θήραν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 564· θ. ἀνθρώπων, τῶν ἐρώντων Πλάτ. Σοφ. 222C· τοῦ ἡδέος ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 500D· ἐπιστημῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 198Α, κτλ. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἄγρα]], τὰ ἀγρευθέντα ζῷα, [[λεία]], «κυνῆγι», [[αἶψα]] δ’ ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Ὀδ. Ι. 158, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 251, Εὐρ. Βάκχ. 1144, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25· θήραν καλήν, ἐπὶ αἰχμαλώτου, Σοφ. Φ. 609· ἐν τῷ πληθ., ὦ πταναὶ θῆραι, ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 1146· τὴν θ. ἐπὶ μέσου τηροῦσα, παραφυλάττουσα τὴν λείαν της, ἐπὶ [[ἀράχνης]], Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 4. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, οἱ ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρομίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 351. 3· οὕτω, θήρεια στόματα, ἡ [[εἴσοδος]] τοῦ ἱπποδρομίου, [[αὐτόθι]] 885· θηρεύτορες ἄνδρες, ἀσχολούμενοι εἰς τοὺς ἀγῶνας τούτους, [[αὐτόθι]].
}}
}}