κάτοιδα: Difference between revisions

6_15
(13_5)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] ([[οἶδα]]), inf. κατειδέναι, wohl wissen, genau wissen; ἄστρων [[κάτοιδα]] νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch. Ag. 4; Soph. Phil. 250 u. öfter, wie Eur.; – c. partic., εὖ γέ τοι κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst, Soph. Ant. 1051; mit ὅτι u. ὡς, [[περί]] τινος [[οὐδέν]] Phil. 549; einsehen, verstehen, οὐ κάτοιδ' [[ὅπως]] λέγεις Ai. 264.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] ([[οἶδα]]), inf. κατειδέναι, wohl wissen, genau wissen; ἄστρων [[κάτοιδα]] νυκτέρων ὁμήγυριν Aesch. Ag. 4; Soph. Phil. 250 u. öfter, wie Eur.; – c. partic., εὖ γέ τοι κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τροχοὺς Ἡλίου τελῶν, daß du nicht mehr viele Tage leben wirst, Soph. Ant. 1051; mit ὅτι u. ὡς, [[περί]] τινος [[οὐδέν]] Phil. 549; einsehen, verstehen, οὐ κάτοιδ' [[ὅπως]] λέγεις Ai. 264.
}}
{{ls
|lstext='''κάτοιδα''': -οισθα: ἀπαρ. [[κατειδέναι]] μετοχ. κατειδώς: πρκμ. (μὲ σημασ, ἐνεστ., [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει): ὑπερσ. [[κατῄδη]] (μὲ σημασ. παρατ.). Γινώσκω [[καλῶς]], ἐννοῶ, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ὁμήγυριν ἄστρων Αἰσχύλ. Ἀγ. 4· οὐδὲν κάτοισθα τῶν [[σαυτοῦ]] πέρι Σοφ. Φιλ. 553· θεσφάτων βάξιν [[κατῄδη]] ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 87· [[φύλλον]] νώδυνον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 44· κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς... ἥδεται Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 2· μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιοῦμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 83. 2) μετ' αἰτιατ. προσ., [[γνωρίζω]] ἐξ ὄψεως, [[ἀναγνωρίζω]], τὸν βοτῆρα Σοφ. Ο. Τ. 1048, πρβλ. Τρ. 418, Εὐρ. Ὀρ. 1183, 5121. 3) ἀπολ., ἰδίως κατὰ μετοχ., οὐ κατειδώς, χωρὶς νὰ τὸ [[γνωρίζω]], ἀκουσίως, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 992, πρβλ. Ἱκ. 1033. 4) [[μετὰ]] μετοχ., γινώσκω [[καλῶς]] ὅτι…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 270· οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ… Εὐρ. Ἱππ. 1245. 6) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] νὰ…, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; Σοφ. Ο. Τ. 1041.
}}
}}